παροχή: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(CSV import) |
(CSV import) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parochi | |Transliteration C=parochi | ||
|Beta Code=paroxh/ | |Beta Code=paroxh/ | ||
|Definition=ἡ, (παρέχω) < | |Definition=ἡ, ([[παρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[supply]], [[furnishing]], <b class="b3">νεῶν παροχῇ</b> [[with liability to furnish]] ships, Th.6.85 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[παροκωχῇ]]([[quod vide|q.v.]])); [[βολίμου]], [[ἐλάτας]], etc., ''IG''42 (1).103.109, 102.25, al. (Epid.); <b class="b3">αἱ τῶν ξενίων π.</b>, in the case of ambassadors, Plb.21.18.3; <b class="b3">θυμάτων π.</b> ''IG''5(1).1390.64 (Andania, i B. C.), cf. ''OGI''764.44 (Pergam., ii B. C.); χρημάτων παροχαί D.H.6.96: abs., Plb.32.13.2, Hippod. ap. Stob.4.1.94, Wilcken ''Chr.''412.2 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[payment]], [[furnishing]], PLond.3.1159.2 (ii A.D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de fournir, fourniture.<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />[[action de fournir]], [[fourniture]].<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παροχή:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''παροχή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[доставка]], [[поставка]] ([[νεῶν]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> pl. угощение, тж. содержание (τῶν ξενίων Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[παρέχω]] → [[παρά]] + [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[παρέχω]] → [[παρά]] + [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[suppeditatio]]'', [[supplying]], [[furnishing]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.85.2/ 6.85.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ, (παρέχω)
A supply, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Th.6.85 (nisi leg. παροκωχῇ(q.v.)); βολίμου, ἐλάτας, etc., IG42 (1).103.109, 102.25, al. (Epid.); αἱ τῶν ξενίων π., in the case of ambassadors, Plb.21.18.3; θυμάτων π. IG5(1).1390.64 (Andania, i B. C.), cf. OGI764.44 (Pergam., ii B. C.); χρημάτων παροχαί D.H.6.96: abs., Plb.32.13.2, Hippod. ap. Stob.4.1.94, Wilcken Chr.412.2 (ii A.D.).
2 payment, furnishing, PLond.3.1159.2 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, Darreichung, νεῶν, Thuc. 6, 85; öffentliche Spendung, Pol. 22, 1, 3 u. öfter; vgl. D. Hal. 6, 96.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de fournir, fourniture.
Étymologie: παρέχω.
Russian (Dvoretsky)
παροχή: ἡ
1 доставка, поставка (νεῶν Thuc.);
2 pl. угощение, тж. содержание (τῶν ξενίων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παροχή: ἡ, (παρέχω) τὸ παρέχειν, χορηγεῖν, νεῶν παροχῇ, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ παράσχῃ τις πλοῖα, Θουκ. 6. 85· αἱ τῶν ξενίων π., ἐπὶ πρεσβευτῶν, Πολύβ. 22. 1, 3· - ἀπολ., ἐπίδομα, δώρημα, φιλοδώρημα, ὁ αὐτ. 32. 19, 2, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249. 44. Πρβλ. παροκωχή.
Greek Monolingual
η ΝΜΑ παρέχω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρέχω, το να παρέχει, να χορηγεί κανείς κάτι
2. ό,τι παρέχεται, ό,τι έχει δοθεί (α. «παροχές προς τους αγρότες». β. «μήτε κατάλυμα δοθῆναι μήτε παροχήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) πράξη ή παράλειψη οφειλόμενη σε υφιστάμενη ενοχή
2. τεχνολ. η σύνδεση της εσωτερικής εγκατάστασης μιας οικοδομής με το αντίστοιχο δίκτυο διανομής (α. «ηλεκτρική παροχή» β. «παροχή ύδρευσης» γ. «παροχή φωταερίου»)
3. φυσ. η ποσότητα ενός υγρού ή αερίου που παρέχεται από μια διάταξη στη μονάδα του χρόνου
4. φρ. α) «παροχή φλέβας» — το πηλίκο του όγκου του ρευστού που διέρχεται από την τομή φλέβας σε χρόνο dt διά του χρόνου αυτού
β) «παροχή ποταμού»
(γεωμορφ.) ο όγκος του νερού ενός ποταμού που διέρχεται από ένα σταθερό σημείο στη μονάδα του χρόνου και μετρείται συνήθως σε κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο
μσν.-αρχ.
θεία δωρεά, δωρήματα του Θεού προς τους ανθρώπους («περὶ τῶν θεϊκῶν ἐνεργειῶν καὶ παροχῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Διδυμ.)
αρχ.
πληρωμή, αμοιβή.
Greek Monotonic
παροχή: ἡ (παρέχω), προμήθεια, εφοδιασμός, νεῶν παροχῇ, με την υποχρέωση να παρέχω πλοία, σε Θουκ.
Middle Liddell
παροχή, ἡ, παρέχω
a supplying, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Thuc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παρέχω → παρά + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.