πολύτιμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytimos
|Transliteration C=polytimos
|Beta Code=polu/timos
|Beta Code=polu/timos
|Definition=ον, ([[τιμή]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-revered]], θεοί <span class="bibl">Men.109.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[highly priced]], μουσοεργός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Puer.</span>13</span>; [[very costly]], AP5.35.5 (Rufin.), <span class="bibl">Babr.57.9</span>. Adv. [[πολυτίμως]] <span class="bibl">Plb.14.2.3</span> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[πολυτελῶς]]).</span>
|Definition=πολύτιμον, ([[τιμή]])<br><span class="bld">A</span> [[much-revered]], θεοί Men.109.1.<br><span class="bld">II</span> [[highly priced]], μουσοεργός Hp.''Nat.Puer.''13; [[very costly]], AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv. [[πολυτίμως]] Plb.14.2.3 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[πολυτελῶς]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très estimé, précieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τιμή]].
|btext=ος, ον :<br />[[très estimé]], [[précieux]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τιμή]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύτῑμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[окруженный глубоким почитанием]] (θεοί Men.);<br /><b class="num">2)</b> [[замечательный]], [[восхитительный]] ([[ῥοδών]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[драгоценный]] ([[μαργαρίτης]] NT; [[σφραγίς]] Plut.).
|elrutext='''πολύτῑμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[окруженный глубоким почитанием]] (θεοί Men.);<br /><b class="num">2</b> [[замечательный]], [[восхитительный]] ([[ῥοδών]] Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[драгоценный]] ([[μαργαρίτης]] NT; [[σφραγίς]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[φιλότιμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́τῑμος Medium diacritics: πολύτιμος Low diacritics: πολύτιμος Capitals: ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ
Transliteration A: polýtimos Transliteration B: polytimos Transliteration C: polytimos Beta Code: polu/timos

English (LSJ)

πολύτιμον, (τιμή)
A much-revered, θεοί Men.109.1.
II highly priced, μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13; very costly, AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv. πολυτίμως Plb.14.2.3 (nisi leg. πολυτελῶς).

German (Pape)

[Seite 675] von großem Werthe, kostbar, Sp., μέ σος μηρῶν, Rufin. 3 (V, 36). – Adv., Pol. 14, 2, 3, wenn die Lesart richtig ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

πολύτῑμος:
1 окруженный глубоким почитанием (θεοί Men.);
2 замечательный, восхитительный (ῥοδών Anth.);
3 драгоценный (μαργαρίτης NT; σφραγίς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτῑμος: -ον, (τιμὴ) ὁ πολὺ τιμώμενος, πολλοῦ σεβασμοῦ τυγχάνων, θεοὶ Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙ. λίαν βαρύτιμος, Ἀνθ. Π. 5. 36, Βάβρ. 57. 9. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 14. 2. 3.

Spanish

muy honrado, muy venerado

English (Strong)

from πολύς and τιμή; extremely valuable: very costly, of great price.

English (Thayer)

πολύτιμον (πολύς, τιμή), very valuable, of great price: L T Tr marginal reading; πολυτιμότερον, πολύ τιμιώτερον. (Plutarch, Pomp. 5; Herodian, 1,17, 5 (3edition, Bekker); Anthol., others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτιμος, -ον, ΝΜΑ
1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους, για τη μεγάλη τους διαύγεια, τη λάμψη τους ή, τέλος, για την σπανιότητα και την ανθεκτικότητά τους)
νεοελλ.
φρ. «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος
αρχ.
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, πολυτίμητος («πολύτιμοι θεοί», Μέν.).
επίρρ...
πολύτιμα / πολυτίμως ΝΑ
με πολύτιμο τρόπο
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια ή με πολυτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλότιμος].

Greek Monotonic

πολύτῑμος: -ον (τιμή), αυτός που έχει μεγάλη αξία, σε Ανθ., Βάβρ.

Middle Liddell

πολύ-τῑμος, ον, τιμή
very costly, Anth., Babr.

Chinese

原文音譯:polÚtimoj 坡呂-提摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:許多-價值的
字義溯源:極有價值的,極貴的,重價的;由(πολύς)*=多)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)。參讀 (βαρύτιμος)同義字
出現次數:總共(2);太(1);約(1)
譯字彙編
1) 極貴的(1) 約12:3;
2) 重價的(1) 太13:46

Léxico de magia

-ον muy honrado, muy venerado ἐλθὲ ... καὶ Φρῆ νομοσώσων, καὶ Νεφθὼ πολύτιμε καὶ Ἀβλαναθὼ πολύολβε ven también tú, Fre, guardián de las leyes, Neftó, muy venerado y Ablanató, rico en bendiciones (en una invocación a varias divinidades) P XXIII 7