κιλλίβας: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=killivas | |Transliteration C=killivas | ||
|Beta Code=killi/bas | |Beta Code=killi/bas | ||
|Definition=[ | |Definition=[λῐ], κιλλίβαντος, ὁ, mostly in plural [[κιλλίβαντες]], [[three-legged stand]] (Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1121, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), <b class="b3">κιλλίβαντες ἀσπίδος</b> a [[shield]]-[[stand]], Ar. [[l.c.]]; [[painter's easel]], Poll.7.129; [[part of a chariot-frame]], Id.1.143; [[bearer]]s of a [[platform]], Moschio ap.Ath.5.208c, cf. ''BGU''1127.11 (i B.C.): sg., [[stand]] or [[pedestal]] of [[σαμβύκη]] ''ΙΙ'', Bito 58.6 (pl., 62.3); cf. [[κελλίβας]]. ([[κίλλος]], [[βαίνω]]; cf. [[easel]] = Germ. [[Esel]], [[clothes-horse]], etc.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] κιλλίβαντος, ὁ, ein [[Gestell]], auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας [[οἶσε]] παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιθέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Teil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. [[ὀκρίβας]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κιλλίβας κιλλίβαντος, ὁ [[standaard]], [[stut]] (voor een [[schild]]). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κιλλίβᾱς:''' | |elrutext='''κιλλίβᾱς:''' κιλλίβαντος (λῐ) ὁ [[κίλλος]] кипр. «[[осел]]»] [[трехногая подставка]], [[козлы]] (для щита) Arph. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιλλίβας]], | |mltxt=ὁ (Α [[κιλλίβας]], κιλλίβαντος)<br />[[βάση]], [[στήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] με τροχούς [[επάνω]] στην οποία στηρίζεται ο [[σωλήνας]] του πυροβόλου και [[κατά]] την [[βολή]] και [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. <i>οἱ κιλλίβαντες</i><br />α) [[στήριγμα]] με [[τρία]] σκέλη για την [[τοποθέτηση]] ασπίδων («τοὺς [[κιλλίβαντας]] [[οἶσε]], παῖ, τῆς ἀσπίδος», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) το [[καβαλέτο]] του ζωγράφου<br />γ) [[μέρος]] του σκελετού άρματος<br />δ) [[υποστήριγμα]] βήματος ή εξέδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίλλος]] «όνος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>βᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) αναλογικά [[προς]] τη λ. <i>οκρίδας</i>. Για τη σημασιολογική [[σχέση]] τών λέξεων [[κίλλος]] - [[κιλλίβας]] [[πρβλ]]. <i>όνος</i> - [[ονίσκος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κιλλίβας:''' | |lsmtext='''κιλλίβας:''' κιλλίβαντος, ὁ, στον πληθ., <i>κιλλίβαντες</i>, [[τρίποδο]] [[υποστήριγμα]], <i>κιλλίβαντες ἀσπίδος</i>, [[βάση]] στήριξης ασπίδας, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιλλίβας''': | |lstext='''κιλλίβας''': κιλλίβαντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, [[τρίπους]] πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου [[τρίπους]] ἢ [[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἡ [[εἰκών]], Πολυδ. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· [[μέρος]] τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ [[κίλλος]] = [[ὄνος]] καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὄνος]] ἔκειτο [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[three-legged stand]], [[basis]] (Ar. Ach. 1121, Poll.).<br />Other forms: <b class="b3"> | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[three-legged stand]], [[basis]] (Ar. Ach. 1121, Poll.).<br />Other forms: <b class="b3">κιλλίβαντος</b>, usually pl. <b class="b3">-αντες</b>; [[κελλίβας]] (pap.)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Perh. from [[κίλλος]] [[ass]], with the suffix as in synonymous [[ὀκρίβας]] (cf. Schwyzer 448). On the meaning cf. e. g. [[ὄνος]], [[ὀνίσκος]] [[winch]], Fr. [[chevalet]] [[support]], NHG. [[Esel]], [[Bock]] <b class="b2">id.</b> etc. The suffix may be Pre-Greek; hardly from [[βαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κιλλί-βας, | |mdlsjtxt=κιλλί-βας, κιλλίβαντος,<br />in pl. κιλλίβαντες, a [[three]]-legged [[stand]] for supporting any [[thing]], κιλλίβαντες ἀσπίδος a [[shield]]- [[stand]], Ar. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κιλλίβας''': | |ftr='''κιλλίβας''': κιλλίβαντος,<br />{killíbās}<br />'''Forms''': gew. pl. -αντες<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[dreibeiniges Gestell]], [[Gerüst]] (Ar. ''Ach''. 1121, Pap., Poll. u. a.).<br />'''Etymology''': Umbildung von [[κίλλος]] [[Esel]] nach dem synonymen [[ὀκρίβας]] (vgl. Schwyzer 448). Zur Bedeutung vgl. z. B. [[ὄνος]], [[ὀνίσκος]] [[Winde]], [[sucula]], frz. ''chevalet'' [[Gestell]], nhd. ''Esel'', ''Bock'' ib. u. a. m.<br />'''Page''' 1,852 | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-βαντος ὁ (=τρίποδας γιά ὑποστήριξη [[ἑνός]] πράγματος, ὑπόβαθρο). Ἀπό το [[κίλλος]] (=[[γαϊδούρι]]) + [[βαίνω]], ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=-βαντος ὁ (=τρίποδας γιά ὑποστήριξη [[ἑνός]] πράγματος, ὑπόβαθρο). Ἀπό το [[κίλλος]] (=[[γαϊδούρι]]) + [[βαίνω]], ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 10 January 2025
English (LSJ)
[λῐ], κιλλίβαντος, ὁ, mostly in plural κιλλίβαντες, three-legged stand (Sch.Ar.Ach.1121, Hsch.), κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield-stand, Ar. l.c.; painter's easel, Poll.7.129; part of a chariot-frame, Id.1.143; bearers of a platform, Moschio ap.Ath.5.208c, cf. BGU1127.11 (i B.C.): sg., stand or pedestal of σαμβύκη ΙΙ, Bito 58.6 (pl., 62.3); cf. κελλίβας. (κίλλος, βαίνω; cf. easel = Germ. Esel, clothes-horse, etc.)
German (Pape)
[Seite 1438] κιλλίβαντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιθέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Teil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
1 support d'une plateforme;
2 support à trois pieds, chevalet sur lequel on déposait le bouclier après le combat;
3 support de σαμβύκη.
Étymologie: κίλλος, βαίνω.
Syn. ὀκρίβας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιλλίβας κιλλίβαντος, ὁ standaard, stut (voor een schild).
Russian (Dvoretsky)
κιλλίβᾱς: κιλλίβαντος (λῐ) ὁ κίλλος кипр. «осел»] трехногая подставка, козлы (для щита) Arph.
Greek Monolingual
ὁ (Α κιλλίβας, κιλλίβαντος)
βάση, στήριγμα
νεοελλ.
συσκευή με τροχούς επάνω στην οποία στηρίζεται ο σωλήνας του πυροβόλου και κατά την βολή και κατά τη μεταφορά του
αρχ.
1. βάση πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη
2. (συν. στον πληθ. οἱ κιλλίβαντες
α) στήριγμα με τρία σκέλη για την τοποθέτηση ασπίδων («τοὺς κιλλίβαντας οἶσε, παῖ, τῆς ἀσπίδος», Αριστοφ.)
β) το καβαλέτο του ζωγράφου
γ) μέρος του σκελετού άρματος
δ) υποστήριγμα βήματος ή εξέδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος «όνος» + επίθημα -βᾱς (< βαίνω) αναλογικά προς τη λ. οκρίδας. Για τη σημασιολογική σχέση τών λέξεων κίλλος - κιλλίβας πρβλ. όνος - ονίσκος].
Greek Monotonic
κιλλίβας: κιλλίβαντος, ὁ, στον πληθ., κιλλίβαντες, τρίποδο υποστήριγμα, κιλλίβαντες ἀσπίδος, βάση στήριξης ασπίδας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλίβας: κιλλίβαντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, τρίπους πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου τρίπους ἢ ἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἡ εἰκών, Πολυδ. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, μέρος τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ κίλλος = ὄνος καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ λέξις ὄνος ἔκειτο ὡσαύτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: three-legged stand, basis (Ar. Ach. 1121, Poll.).
Other forms: κιλλίβαντος, usually pl. -αντες; κελλίβας (pap.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perh. from κίλλος ass, with the suffix as in synonymous ὀκρίβας (cf. Schwyzer 448). On the meaning cf. e. g. ὄνος, ὀνίσκος winch, Fr. chevalet support, NHG. Esel, Bock id. etc. The suffix may be Pre-Greek; hardly from βαίνω.
Middle Liddell
κιλλί-βας, κιλλίβαντος,
in pl. κιλλίβαντες, a three-legged stand for supporting any thing, κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield- stand, Ar.
Frisk Etymology German
κιλλίβας: κιλλίβαντος,
{killíbās}
Forms: gew. pl. -αντες
Grammar: m.
Meaning: dreibeiniges Gestell, Gerüst (Ar. Ach. 1121, Pap., Poll. u. a.).
Etymology: Umbildung von κίλλος Esel nach dem synonymen ὀκρίβας (vgl. Schwyzer 448). Zur Bedeutung vgl. z. B. ὄνος, ὀνίσκος Winde, sucula, frz. chevalet Gestell, nhd. Esel, Bock ib. u. a. m.
Page 1,852
Mantoulidis Etymological
-βαντος ὁ (=τρίποδας γιά ὑποστήριξη ἑνός πράγματος, ὑπόβαθρο). Ἀπό το κίλλος (=γαϊδούρι) + βαίνω, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.