χαράκωμα: Difference between revisions
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charakoma | |Transliteration C=charakoma | ||
|Beta Code=xara/kwma | |Beta Code=xara/kwma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[palisaded enclosure]], [[entrenched camp]]. X.''HG''5.4.38, 6.2.23; χαρακώματα πρὸ τῆς πόλεως βαλέσθαι Plu.''Cat.Mi.''58.<br><span class="bld">II</span> [[palisade]], X.''An.''5.2.26; χ. καὶ τείχη καὶ τάφροι D.6.23: metaph., of the eyelashes, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''658b18.<br><span class="bld">2</span> = Lat. [[vallum]], Plb.9.3.2; χ. διπλᾶ Id.10.31.8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[palissade]], [[retranchement]];<br /><b>2</b> [[camp retranché]].<br />'''Étymologie:''' [[χαρακόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[palissade]], [[retranchement]];<br /><b>2</b> [[camp retranché]].<br />'''Étymologie:''' [[χαρακόω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>ein umpfählter, [[verpallisadierter]], befestigter Ort</i>, bes. <i>ein [[festes]] [[Lager]]</i>; Xen. <i>Hell</i>. 5.4.38, <i>An</i>. 5.2.26; [[χαράκωμα]] βαλόμενος Dem. 18.87; Wall, Pol. 9.3.2 und Sp. – <i>Die [[Pallisade]]</i>, wie [[χάραξ]], Poll. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ὀχυρωμένο στρατόπεδο). Ἀπό τό [[χαρακόω]] -ῶ (=[[περιφράζω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[χαράσσω]]. | |mantxt=(=ὀχυρωμένο στρατόπεδο). Ἀπό τό [[χαρακόω]] -ῶ (=[[περιφράζω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[χαράσσω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A palisaded enclosure, entrenched camp. X.HG5.4.38, 6.2.23; χαρακώματα πρὸ τῆς πόλεως βαλέσθαι Plu.Cat.Mi.58.
II palisade, X.An.5.2.26; χ. καὶ τείχη καὶ τάφροι D.6.23: metaph., of the eyelashes, Arist.PA658b18.
2 = Lat. vallum, Plb.9.3.2; χ. διπλᾶ Id.10.31.8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 palissade, retranchement;
2 camp retranché.
Étymologie: χαρακόω.
German (Pape)
τό, ein umpfählter, verpallisadierter, befestigter Ort, bes. ein festes Lager; Xen. Hell. 5.4.38, An. 5.2.26; χαράκωμα βαλόμενος Dem. 18.87; Wall, Pol. 9.3.2 und Sp. – Die Pallisade, wie χάραξ, Poll.
Russian (Dvoretsky)
χᾰράκωμα: ατος (ρᾰ) τό
1 изгородь из кольев, частокол, вал с частоколом Xen., Polyb.: χαρακώματα καὶ τάφροι Dem. снабженные частоколами валы и рвы;
2 обнесенное частоколом место, укрепленный лагерь Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκωμα: τό, τόπος πεφραγμένος ὁλόγυρα ἢ ὠχυρωμένος διὰ χαράκων, ὠχυρωμένον στρατόπεδον, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 38 κἑξ., 6. 2. 23 κἑξ. χαρακώματα πρὸ τῆς πόλεως βάλλεσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58· πρβλ. χάραξ ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς τὸ σταύρωμα, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 26· χ. καὶ τείχη καὶ τάφροι Δημ. 71. 20· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 1. 2) τὸ παρὰ Ρωμαίοις vallum, Πολύβ. 9. 3, 2· χ. διπλοῦν ὁ αὐτ. 10. 31, 8· πρβλ. χάραξ.
Greek Monolingual
-ώματος, το, ΝΑ χαρακῶ / χαρακώνω
πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος
νεοελλ.
1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα
2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο
3. στρ. α) τάφρος κατάλληλα οργανωμένη για την κάλυψη τών ανδρών και για τη βολή τών όπλων του πεζικού («πόλεμος χαρακωμάτων»)
β) συνεκδ. η πρώτη γραμμή του πυρός («τον έστειλαν με την πρώτη στα χαρακώματα»)
4. ανατ. μικρή εξοχή της μέσης ρινικής κόγχης
5. (γεωπ.) αφαίρεση τμήματος του φλοιού κλήματος σε σχήμα δακτυλίου
6. φρ. «πυρετός χαρακωμάτων»
ιατρ. σχετικώς καλοήθες λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από είδος ρικετσίας και μεταδίδεται με τις ψείρες της κεφαλής και του κορμού και το οποίο εκδηλώνεται με υπόστροφο πυρετό, νευραλγίες και ρευματαλγίες, δερματικό εξάνθημα, σπληνομεγαλία και νευρολογικές διαταραχές
αρχ.
1. περίφραξη με αιχμηρούς πασσάλους, περιχαράκωση, σταύρωμα («παντοδαπὰ εὑρημένα ταῖς πόλεσι πρὸς φυλακὴν καὶ σωτηρίαν, οἷον χαρακώματα, καὶ τείχη καὶ τάφροι», Δημοσθ.)
2. μτφ. οι βλεφαρίδες.
Greek Monotonic
χᾰράκωμα: -ατος, τό (χαρακόω)·
I. τόπος περιφραγμένος ολόγυρα, οχυρωμένο στρατόπεδο, σε Ξεν., Πλούτ.
II. φράγμα, οχύρωμα, Λατ. vallum, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
χᾰράκωμα, ατος, τό, χαρακόω
I. a place paled round, an entrenched camp, Xen., Plut.
II. a palisade, rampart, Lat. vallum, Xen., Dem.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὀχυρωμένο στρατόπεδο). Ἀπό τό χαρακόω -ῶ (=περιφράζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χαράσσω.