περαῖος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peraios | |Transliteration C=peraios | ||
|Beta Code=perai=os | |Beta Code=perai=os | ||
|Definition=(properisp.), α, ον, (πέραν) < | |Definition=(properisp.), α, ον, ([[πέραν]])<br><span class="bld">A</span> [[on the further side]] or [[bank]], [[ἤπειρος]], [[γαῖα]], A.R. 2.392, 4.848; <b class="b3">τὰ π.</b> Call.''Fr.''1.15 P.<br><span class="bld">2</span> Comp., <b class="b3">περαιότερόν τι</b> anything [[further]], PFay.124.8 (ii A. D.).<br><span class="bld">II</span> Subst., <b class="b3">ἡ περαία</b> (''[[sc.]]'' [[γῆ]], [[χώρα]]) [[the country on the other side of the river]], etc., Str.4.1.12; <b class="b3">τῆς χώρας τῆς π.</b> ''SIG''588.29 (Milet., ii B. C.): freq. with [[genitive]] whether partitive or objective, <b class="b3">ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης</b> [[the part]] of Boeotia [[over against]] [Chalcis], [[Herodotus|Hdt.]]8.44; <b class="b3">ἡ π. τῆς Ἀσίας</b> [[the coast]] of Asia [[over against]] [Rhodes], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.97 (but <b class="b3">ἡ τῶν Ῥοδίων π.</b> Str.14.2.1, 14.5.11: hence pr. n. <b class="b3">ἡ Περαία</b>, Plb.18.2.3, 18.6.3; also of [[the country beyond]] Jordan, J.''BJ''3.3.3, St.Byz.); <b class="b3">πᾶσα περαίη Θρηϊκίης</b> all [[the opposite coast]] of Thrace, A.R.1.1112; <b class="b3">ἡ Τενεδίων π.</b> [[the coast]] [of the Troad] [[opposite to]] Tenedos, Str.13.1.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. [[περαίη]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[απέναντι]] [[πλευρά]] ή στην [[απέναντι]] όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο [[αντικρινός]] («[[περαία]] [[ἤπειρος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[περαία]]<br />(ενν. <i>γη</i>, [[χώρα]]) α) [[χώρα]] που βρίσκεται στην [[απέναντι]] όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.<br />β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το [[τμήμα]] ενός τόπου το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ [[περαία]] τῆς Βοιωτίης χώρης» — το [[τμήμα]] της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[Χαλκίδα]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με γεν. αντικειμενική) ο [[τόπος]] που βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ τῶν Ῥοδίων [[περαία]]», η ασιατική [[χώρα]] που κείται [[απέναντι]] από τη Ρόδο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περαιότερόν τι»<br />(με σημ. συγκριτικού) το [[μέρος]] που κείται πιο [[πέρα]] από κάποιο [[άλλο]], το πιο [[πέρα]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. [[περαίη]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[απέναντι]] [[πλευρά]] ή στην [[απέναντι]] όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο [[αντικρινός]] («[[περαία]] [[ἤπειρος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[περαία]]<br />(ενν. <i>γη</i>, [[χώρα]]) α) [[χώρα]] που βρίσκεται στην [[απέναντι]] όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.<br />β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το [[τμήμα]] ενός τόπου το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ [[περαία]] τῆς Βοιωτίης χώρης» — το [[τμήμα]] της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[Χαλκίδα]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με γεν. αντικειμενική) ο [[τόπος]] που βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ τῶν Ῥοδίων [[περαία]]», η ασιατική [[χώρα]] που κείται [[απέναντι]] από τη Ρόδο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περαιότερόν τι»<br />(με σημ. συγκριτικού) το [[μέρος]] που κείται πιο [[πέρα]] από κάποιο [[άλλο]], το πιο [[πέρα]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[εδραίος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
(properisp.), α, ον, (πέραν)
A on the further side or bank, ἤπειρος, γαῖα, A.R. 2.392, 4.848; τὰ π. Call.Fr.1.15 P.
2 Comp., περαιότερόν τι anything further, PFay.124.8 (ii A. D.).
II Subst., ἡ περαία (sc. γῆ, χώρα) the country on the other side of the river, etc., Str.4.1.12; τῆς χώρας τῆς π. SIG588.29 (Milet., ii B. C.): freq. with genitive whether partitive or objective, ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against [Chalcis], Hdt.8.44; ἡ π. τῆς Ἀσίας the coast of Asia over against [Rhodes], D.S.20.97 (but ἡ τῶν Ῥοδίων π. Str.14.2.1, 14.5.11: hence pr. n. ἡ Περαία, Plb.18.2.3, 18.6.3; also of the country beyond Jordan, J.BJ3.3.3, St.Byz.); πᾶσα περαίη Θρηϊκίης all the opposite coast of Thrace, A.R.1.1112; ἡ Τενεδίων π. the coast [of the Troad] opposite to Tenedos, Str.13.1.32.
German (Pape)
[Seite 562] jenseits befindlich, bes. jenseits des Wassers gelegen; ἡ περαία, sc. χώρα, das Land jenseits des Meeres, ἐς τὴν περαίην τῆς Βοιωτίης χώρης, Her. 8, 44; Sp.; Ap. Rh. 1, 1112.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
situé au delà : ἡ περαία (γῆ) pays situé au delà, de l'autre côté de la mer (Pérée) ; ἡ περαία τῆς Βοιωτίης HDT la côte de Béotie située de l'autre côté.
Étymologie: πέρα.
Russian (Dvoretsky)
περαῖος: лежащий по ту сторону, противолежащий, противоположный (см. περαία).
Greek (Liddell-Scott)
περαῖος: -α, -ον, (πέραν) ὁ ἐπὶ τοῦ πέραν μέρους, ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἢ τοῦ ποταμοῦ, ἤπειρος, γαῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 392, Δ. 848. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ περαίη (ἐξυπ. γῆ, χώρα), ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ, Στράβ. 186· ἡ προσδιορίζουσα τὸ ἐπίθ. τοῦτο γενικὴ εἶναι ἄλλοτε ὑποκειμενικὴ καὶ ἄλλοτε ἀντικειμενική (ἴδε πέραν ἐν τέλ.)· ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης, τὸ μέρος τῆς Βοιωτίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Χαλκίδος] Ἡρόδ. 8. 44· ἡ π. τῆς Ἀσίας, τὸ μέρος τῆς Ἀσίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Ρόδου] Διόδ. 20. 97· καλουμένη τἀνάπαλιν, ἡ τῶν Ροδίων π., Στράβ. 651, 673· καὶ τοῦτο κατέστη ὄνομα κύριον ἡ Περαία, Πολύβ. 17. 2, 3., 17. 6. 3· Peraea Liv. 32. 33 καὶ 35)· ὡσαύτως πᾶσα περαίη Θρηικίης, ἅπασα ἡ ἀπέναντι παραλία τῆς Θράκης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1112· ἡ π. τῶν Τενεδίων, ἡ παραλία [τῆς Μυσίας] ἡ ἔναντι τῆς Τενέδου, Στράβ. 596· - ὡσαύτως, ἡ Περαία, ἐν Συρίᾳ, Peraea, ἡ πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα, Στέφ. Βυζ. κλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 247, 389.
Greek Monolingual
-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία
(ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.
β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το τμήμα ενός τόπου το οποίο βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ περαία τῆς Βοιωτίης χώρης» — το τμήμα της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη Χαλκίδα, Ηρόδ.)
γ) (με γεν. αντικειμενική) ο τόπος που βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ τῶν Ῥοδίων περαία», η ασιατική χώρα που κείται απέναντι από τη Ρόδο, Στράβ.)
3. φρ. «περαιότερόν τι»
(με σημ. συγκριτικού) το μέρος που κείται πιο πέρα από κάποιο άλλο, το πιο πέρα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. εδραίος)].
Greek Monotonic
περαῖος: -α, -ον (πέραν), αυτός που βρίσκεται στην άλλη πλευρά· ως ουσ. ἡπεραίη (ενν. γῆ, χῶρα), η απέναντη χώρα, η χώρα στην απέναντι όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης, το μέρος της Βοιωτίας που βρίσκεται απέναντι (από τη Χαλκίδα), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα τῶν Τενεδίων, η ακτή (της Ασίας) απέναντι από την Τένεδο, σε Στράβ.
Middle Liddell
περαῖος, η, ον πέραν
on the other side:—as substantive, ἡ περαίη (sc. γῆ, χώρἀ the opposite country, the country on the other side of a strait, Strab.; ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against Chalcis, Hdt.; ἡ π. τῶν Τενεδίων the coast [of Mysia opposite Tenedos, Strab.