Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyroma
|Transliteration C=thyroma
|Beta Code=qu/rwma
|Beta Code=qu/rwma
|Definition=[ῠ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[doorway]] (including posts, sill, and lintel), ''IG''12.372.78, 11(2).287 ''A'' 77 (Delos, iii B.C.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.14.1, Callix. 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θύρετρα; τὸ μέγα θ]]. ''OGI''193.10 (Branchidae); <b class="b3">τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ.</b> ib.734 (Egypt, ii B.C.); <b class="b3">διξὰ θ.</b> Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.<br><span class="bld">II</span> [[panel]], [[tablet]], Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[planks]], [[boards]], D.S.20.86.<br><span class="bld">III</span> [[window]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.42(5) (pl.).
|Definition=[ῠ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[doorway]] (including posts, sill, and lintel), ''IG''12.372.78, 11(2).287 ''A'' 77 (Delos, iii B.C.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.14.1, Callix. 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θύρετρα; τὸ μέγα θ]]. ''OGI''193.10 (Branchidae); <b class="b3">τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ.</b> ib.734 (Egypt, ii B.C.); <b class="b3">διξὰ θ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.<br><span class="bld">II</span> [[panel]], [[tablet]], Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[planks]], [[boards]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.86.<br><span class="bld">III</span> [[window]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.42(5) (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:27, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρωμα Medium diacritics: θύρωμα Low diacritics: θύρωμα Capitals: ΘΥΡΩΜΑ
Transliteration A: thýrōma Transliteration B: thyrōma Transliteration C: thyroma Beta Code: qu/rwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr. HP 3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 (Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt. 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.
II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.
2 in plural, planks, boards, D.S.20.86.
III window, LXX 3 Ki.7.42(5) (pl.).

German (Pape)

[Seite 1228] τό, ein mit Thüren versehener Raum, Zimmer, Her. 2, 169. – Das als Thür Gebrauchte, die Thür, bes. im plur., Thuc. 3, 68; Lys. 19, 31; τὰ θυρώματα ἀποσπάσας Dem. 29, 3; Sp., wie D. Sic. 5, 46. – Von thürförmigen Gesetztafeln, Archyt. Stob. Flor. 43, 95. 134. – Auch = θυρίς, D. Sic. 20, 86.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chambre garnie de portes;
2 porte avec ses jambages, ses gonds, etc.
3 fenêtre.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

το (Α θύρωμα) θυρώ
το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα
νεοελλ.
τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών
αρχ.
1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα
2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα
3. παράθυρο
4. στον πληθ. τὰ θυρώματα
σπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.