Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιμενικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(13_2)
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poimenikos
|Transliteration C=poimenikos
|Beta Code=poimeniko/s
|Beta Code=poimeniko/s
|Definition=ή, όν, (ποιμήν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a shepherd</b>, θῶκος <span class="bibl">Theoc.1.23</span>; πίλημα <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>125</span>; ἀγγεῖον Nic. ap. <span class="bibl">Ath.11.475d</span>, etc.: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>345d</span>.</span>
|Definition=ποιμενική, ποιμενικόν, ([[ποιμήν]]) [[of a shepherd]] or [[for a shepherd]], [[θῶκος]] Theoc.1.23; [[πίλημα]] Call.''Fr.''125; ἀγγεῖον Nic. ap. Ath.11.475d, etc.: ἡ [[ποιμενική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) = [[art of shepherding]] [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 345d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] hirtlich, zum Hirten od. Hirtenleben gehörig; ἡ ποιμενική, die Hirtenkunst, Plat. Rep. I, 345 d; ein Hirtenleben führend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] [[hirtlich]], zum Hirten od. Hirtenleben gehörig; ἡ [[ποιμενική]], die [[Hirtenkunst]], Plat. Rep. I, 345 d; ein Hirtenleben führend, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de berger]], [[pastoral]] ; ἡ [[ποιμενική]] ([[τέχνη]]) PLAT l'art de faire paître les troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποιμήν]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποιμενικός -ή -όν [ποιμήν] herders-:. [[ποιμενικός θῶκος]] = [[herderszetel]] Theocr. Id. 1.23; ἡ [[ποιμενική]] (''[[sc.]]'' τέχνη) [[vak van herder]] Plat. Resp. 345d.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιμενικός:''' [[пастушеский]] ([[θῶκος]] Theocr.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιμενικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιμήν]], -[[μένος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο [[βουκολικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ποιμενικό</i><br />α) η βουκολική [[ποίηση]]<br />β) <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] με την οποία επιζητείται η [[μίμηση]] της μουσικής τών ποιμένων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιμενική [[ποίηση]]» — ποιητικό [[είδος]] που αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και τον συναισθηματικό βίο τών βουκόλων, με [[κορυφαίο]] εκπρόσωπὀ του τον Σικελό ποιητή Θεόκριτο και το οποίο εμφανίστηκε στα [[μέσα]] του 3ου π.Χ. αιώνα ως [[αντίδραση]] τόσο [[εναντίον]] της αστικής ζωής τών μεγάλων [[πόλεων]] όσο και [[εναντίον]] της καταπιεσμένης ζωής του ατόμου [[αλλά]] και ως μία [[προσπάθεια]] δημιουργίας κάποιων διεξόδων με την [[προβολή]] ως ιδανικού την [[επιστροφή]] στην [[αγαθότητα]] και [[πληρότητα]] της μητέρας φύσης, αλλ. η βουκολική [[ποίηση]]<br />β) «ποιμενική [[ράβδος]]» — η [[γκλίτσα]]<br />γ) «[[ποιμενικός]] [[κύων]]» — [[οικοδίαιτος]] [[σκύλος]] ρωμαλέας κατασκευής, [[δασύτριχος]] και [[μαχητικός]], με μεγάλο [[κεφάλι]], [[μακριά]] [[ουρά]] και ανυψωμένα αφτιά, [[κατάλληλος]] για τη [[φύλαξη]] τών ποιμνίων, τσοπανόσκυλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιμενική</i><br />η [[τέχνη]] του ποιμένα, του βουκόλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιμενικώς</i> / <i>ποιμενικῶς</i> ΝΜ<br />όπως οι ποιμένες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποιμενικός:''' -ή, -όν ([[ποιμήν]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''ποιμενικός''': -ή, -όν, ([[ποιμήν]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, [[θῶκος]] Θεόκρ. 1. 23˙ [[πίλημα]] Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ [[ἀγγεῖον]] Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποιμενικός]], ή, όν [[ποιμήν]]<br />of or for a [[shepherd]], Theocr.: —ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμενικός Medium diacritics: ποιμενικός Low diacritics: ποιμενικός Capitals: ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: poimenikós Transliteration B: poimenikos Transliteration C: poimenikos Beta Code: poimeniko/s

English (LSJ)

ποιμενική, ποιμενικόν, (ποιμήν) of a shepherd or for a shepherd, θῶκος Theoc.1.23; πίλημα Call.Fr.125; ἀγγεῖον Nic. ap. Ath.11.475d, etc.: ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) = art of shepherding Pl.R. 345d.

German (Pape)

[Seite 651] hirtlich, zum Hirten od. Hirtenleben gehörig; ἡ ποιμενική, die Hirtenkunst, Plat. Rep. I, 345 d; ein Hirtenleben führend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, pastoral ; ἡ ποιμενική (τέχνη) PLAT l'art de faire paître les troupeaux.
Étymologie: ποιμήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιμενικός -ή -όν [ποιμήν] herders-:. ποιμενικός θῶκος = herderszetel Theocr. Id. 1.23; ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) vak van herder Plat. Resp. 345d.

Russian (Dvoretsky)

ποιμενικός: пастушеский (θῶκος Theocr.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποιμενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποιμήν, -μένος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό
α) η βουκολική ποίηση
β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση της μουσικής τών ποιμένων
2. φρ. α) «ποιμενική ποίηση» — ποιητικό είδος που αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και τον συναισθηματικό βίο τών βουκόλων, με κορυφαίο εκπρόσωπὀ του τον Σικελό ποιητή Θεόκριτο και το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ως αντίδραση τόσο εναντίον της αστικής ζωής τών μεγάλων πόλεων όσο και εναντίον της καταπιεσμένης ζωής του ατόμου αλλά και ως μία προσπάθεια δημιουργίας κάποιων διεξόδων με την προβολή ως ιδανικού την επιστροφή στην αγαθότητα και πληρότητα της μητέρας φύσης, αλλ. η βουκολική ποίηση
β) «ποιμενική ράβδος» — η γκλίτσα
γ) «ποιμενικός κύων» — οικοδίαιτος σκύλος ρωμαλέας κατασκευής, δασύτριχος και μαχητικός, με μεγάλο κεφάλι, μακριά ουρά και ανυψωμένα αφτιά, κατάλληλος για τη φύλαξη τών ποιμνίων, τσοπανόσκυλο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμενική
η τέχνη του ποιμένα, του βουκόλου.
επίρρ...
ποιμενικώς / ποιμενικῶς ΝΜ
όπως οι ποιμένες.

Greek Monotonic

ποιμενικός: -ή, -όν (ποιμήν), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμενικός: -ή, -όν, (ποιμήν) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, θῶκος Θεόκρ. 1. 23˙ πίλημα Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ ἀγγεῖον Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110.

Middle Liddell

ποιμενικός, ή, όν ποιμήν
of or for a shepherd, Theocr.: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ, Plat.