ὑποβιβάζω: Difference between revisions
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypovivazo | |Transliteration C=ypovivazo | ||
|Beta Code=u(pobiba/zw | |Beta Code=u(pobiba/zw | ||
|Definition=Causal of | |Definition=Causal of [[ὑποβαίνω]],<br><span class="bld">A</span> [[draw down]] or [[bring down]]: Medic., [[carry off downwards]], i.e. by [[purge|purging]], ὑποβιβάζω τὰ χολώδη Dsc.3.30, cf. Antyll. ap. Orib.6.6.1.<br><span class="bld">II</span> Med., [[stoop]] or [[crouch down]], of a [[horse]] that [[lower]]s itself to take up the [[rider]], X.''Eq.''6.16, Poll.1.213; cf. [[ὑπόβασις]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">III</span> [[lower]], [[humble]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid.<br><span class="bld">IV</span> Music., [[transpose lower]], opp. [[ὑπερβιβάζω]], Theo Sm.p.92 H.<br><span class="bld">V</span> Pass., of numbers, to [[be in a descending series]], Iamb. ''in Nic.''p.53 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1211.png Seite 1211]] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1211.png Seite 1211]] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire descendre ; <i>particul. t. de méd.</i> faire couler par le bas;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑποβιβάζομαι]] se baisser <i>en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποβῐβάζω''': μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ὑποβαίνω]], [[φέρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]]· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω [[κάτωθεν]], δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου [[ὅστις]] χαμηλώνει ἑαυτὸν [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «[[διδακτέον]] δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, [[ὥστε]] εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, Πολυδ. Α΄, 213· πρβλ. [[ὑπόβασις]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ὑποκαταβαίνω]], ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποβιβάζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να κατέβει χαμηλότερα, [[χαμηλώνω]], [[κατεβάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μειώνω]] τη [[σημασία]] προσώπου ή πράγματος, του [[αποδίδω]] κατώτερη [[αξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[τοποθετώ]] κάποιον σε κατώτερη [[βαθμίδα]] ή [[θέση]] ή σε κατώτερο [[αξίωμα]] («τον υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] σε κατώτερη [[μοίρα]], [[ταπεινώνω]] («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φάρμακο]]) [[εκβάλλω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κενώνω]] με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> <i>ὑποβιβάζομαι</i><br />(για [[άλογο]]) [[λυγίζω]] τα γόνατα, [[χαμηλώνω]] για να ανέβει ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[σειρά]] αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική [[πορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[προχωρώ]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[ὑποβαίνω]], [[φέρνω]] [[κάτω]], [[κατεβάζω]] — Μέσ., [[χαμηλώνω]], [[σκύβω]] λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για [[άλογο]] που χαμηλώνει, κλίνει προς τα [[κάτω]] για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -βιβῶ [Causal of [[ὑποβαίνω]]<br />to [[bring]] [[down]]: Mid. to [[crouch]] [[down]], of a [[horse]] that stoops to [[take]] up the [[rider]], Lat. subsidere, Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:04, 25 August 2023
English (LSJ)
Causal of ὑποβαίνω,
A draw down or bring down: Medic., carry off downwards, i.e. by purging, ὑποβιβάζω τὰ χολώδη Dsc.3.30, cf. Antyll. ap. Orib.6.6.1.
II Med., stoop or crouch down, of a horse that lowers itself to take up the rider, X.Eq.6.16, Poll.1.213; cf. ὑπόβασις ΙΙ.
III lower, humble, Hsch., Phot., Suid.
IV Music., transpose lower, opp. ὑπερβιβάζω, Theo Sm.p.92 H.
V Pass., of numbers, to be in a descending series, Iamb. in Nic.p.53 P.
German (Pape)
[Seite 1211] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213.
French (Bailly abrégé)
faire descendre ; particul. t. de méd. faire couler par le bas;
Moy. ὑποβιβάζομαι se baisser en parl. du cheval qui se baisse pour recevoir le cavalier.
Étymologie: ὑπό, βιβάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβῐβάζω: μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ ὑποβαίνω, φέρω κάτω, καταβιβάζω· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω κάτωθεν, δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου ὅστις χαμηλώνει ἑαυτὸν ὅπως δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «διδακτέον δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, Πολυδ. Α΄, 213· πρβλ. ὑπόβασις ΙΙ. ΙΙΙ. ὑποκαταβαίνω, ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.
Greek Monolingual
ὑποβιβάζω ΝΜΑ
1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω
2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, του αποδίδω κατώτερη αξία
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τον υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)
2. βάζω σε κατώτερη μοίρα, ταπεινώνω («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)
αρχ.
1. (σχετικά με φάρμακο) εκβάλλω προς τα κάτω, κενώνω με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», Διοσκ.)
2. μεσ. ὑποβιβάζομαι
(για άλογο) λυγίζω τα γόνατα, χαμηλώνω για να ανέβει ο αναβάτης
3. παθ. (για σειρά αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βιβάζω «προχωρώ»].
Greek Monotonic
ὑποβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του ὑποβαίνω, φέρνω κάτω, κατεβάζω — Μέσ., χαμηλώνω, σκύβω λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για άλογο που χαμηλώνει, κλίνει προς τα κάτω για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. Attic -βιβῶ [Causal of ὑποβαίνω
to bring down: Mid. to crouch down, of a horse that stoops to take up the rider, Lat. subsidere, Xen.