χθιζός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(13_6a)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chthizos
|Transliteration C=chthizos
|Beta Code=xqizo/s
|Beta Code=xqizo/s
|Definition=ή, όν, (χθές) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of yesterday</b>, <b class="b3">τὸ χ. χρεῖος</b> their <b class="b2">yesterday's</b> debt, <span class="bibl">Il.13.745</span>; <b class="b3">ὁ χ. πόνος</b> <b class="b2">yesterday's</b> labour, <span class="bibl">Hdt.1.126</span>; ἡ χ. μέθη Plu.2.13e; <b class="b3">αἱ χ. ἀβελτερίαι</b> ib.75e, cf. <span class="bibl">Sor.1.40</span>, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, <b class="b3">χθιζὸς ἔβη</b> he went <b class="b2">yesterday</b>, <span class="bibl">Il.1.424</span>; χ. ἤλυθες <span class="bibl">Od. 2.262</span>; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι <span class="bibl">6.170</span>; ὅσσα . . χ. ὑπέσχετο <span class="bibl">Il.19.141</span>; χ. ἐμυθεόμην <span class="bibl">Od.12.451</span>; ἴδον Μέντορα χ. <span class="bibl">4.656</span>; <b class="b3">αἲ γάρ . . τοῖος ἐών τοι χ. . . ἐφεστάμεναι</b> would I had stood by thee <b class="b2">yesterday!</b> <span class="bibl">24.379</span>: neut. <b class="b3">χθιζόν</b> as Adv., = [[χθές]], <span class="bibl">Il.19.195</span>; neut. pl. <b class="b3">χθιζά</b>, v. [[πρωιζός]].</span>
|Definition=χθιζή, χθιζόν, ([[χθές]]) [[of yesterday]], <b class="b3">τὸ χθιζὸν χρεῖος</b> their [[yesterday's]] [[debt]], Il.13.745; <b class="b3">ὁ χθιζὸς πόνος</b> [[yesterday's]] [[labour]], [[Herodotus|Hdt.]]1.126; ἡ χθιζὴ μέθη Plu.2.13e; <b class="b3">αἱ χ. ἀβελτερίαι</b> ib.75e, cf. Sor.1.40, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, <b class="b3">χθιζὸς ἔβη</b> he went [[yesterday]], Il.1.424; χ. ἤλυθες Od. 2.262; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170; ὅσσα.. χ. ὑπέσχετο Il.19.141; χ. ἐμυθεόμην Od.12.451; ἴδον Μέντορα χ. 4.656; <b class="b3">αἲ γάρ.. τοῖος ἐών τοι χ... ἐφεστάμεναι</b> would I had stood by thee [[yesterday]]! 24.379: neut. [[χθιζόν]] as adverb, = [[χθές]], Il.19.195; neut. pl. [[χθιζά]], v. [[πρωιζός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] ion. u. poet. statt [[χθεσινός]] (vgl. Lob. Phryn. 323), <b class="b2">gestrig</b>, am gestrigen Tage; ὁ χθ. [[πόνος]] Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; [[χθιζά]], in der Vrbdg [[χθιζά]] τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ [[πρώην]], 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] ion. u. poet. statt [[χθεσινός]] (vgl. Lob. Phryn. 323), [[gestrig]], am gestrigen Tage; ὁ χθ. [[πόνος]] Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; [[χθιζά]], in der Vrbdg [[χθιζά]] τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ [[πρώην]], 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; <i>adv.</i> • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν [[τε]] καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, <i>càd</i> tout récemment.<br />'''Étymologie:''' [[χθές]].
}}
{{elru
|elrutext='''χθιζός:''' [[вчерашний]] ([[χρεῖος]] Hom.; [[πόνος]] Her.; ἀβελτερίαι Plut.): χ. ἔβη Hom. он вчера ушел; [[ὅσσα]] χ. [[ὑπέσχετο]] Hom. то, что он вчера обещал.
}}
{{ls
|lstext='''χθιζός''': -ή, -όν, (χθὲς) [[χθεσινός]], ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ [[χρεῖος]], «[[μήπως]] τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, [[ὥσπερ]] σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. [[πόνος]], ὁ [[κόπος]] τῆς [[χθές]], Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. [[μέθη]] Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι [[αὐτόθι]] 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, μετὰ ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· [[τοῖος]] ἐών τοι χθ., ἐὰν [[ἤμην]] χθὲς [[τοιοῦτος]] (οἷος [[ἤμην]] ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ. = [[χθές]], Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· [[οὕτως]] ἐν τῷ οὐδ. πληθ. [[χθιζά]], ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει [[τύπος]] [[εἶναι]] [[χθιζινός]], καὶ ([[μετέπειτα]]) [[χθεσινός]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[χθές]]): of [[yesterday]], [[yesterday]], [[usually]] as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, [[χθιζά]]. [[χθιζά]] τε καὶ [[πρώιζα]], [[phrase]] [[meaning]] ‘[[but]] a [[day]] or [[two]] [[since]],’ Il. 2.303.
}}
{{grml
|mltxt=και [[χθισδός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[χθεσινός]] («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) <i>χθιζόν</i> και [[χθιζά]]<br />[[χθες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χθιζά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χθιζός:''' -ή, -όν ([[χθές]]), [[χθεσινός]], τὸ χθιζὸν [[χρεῖος]], η χθεσινή τους [[ήττα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ χθιζὸς [[πόνος]], ο [[χθεσινός]] [[κόπος]], σε Ηρόδ.· με επιρρ. [[σημασία]], με ρήματα, <i>χθιζὸς ἔβη</i>, πήγε [[χθες]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χθιζὸς ἤλυθες</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ουδ. <i>χθιζόν</i>, ως επίρρ., [[χθές]], σε Όμηρ.· ομοίως, πληθ. [[χθιζά]], βλ. πρώιζος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χθιζός]], ή, όν [[χθές]]<br />of [[yesterday]], τὸ χθιζὸν [[χρεῖος]] [[their]] [[yesterday]]'s [[debt]], Il.; ὁ χθ. [[πόνος]] [[yesterday]]'s [[labour]], Hdt.; in adverb. [[sense]], with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went [[yesterday]], Il.; χθ. ἤλυθες Od., etc.:—neut. χθιζόν as adv. = [[χθές]], Hom.; so pl. [[χθιζά]], v. πρώιζος.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθιζός Medium diacritics: χθιζός Low diacritics: χθιζός Capitals: ΧΘΙΖΟΣ
Transliteration A: chthizós Transliteration B: chthizos Transliteration C: chthizos Beta Code: xqizo/s

English (LSJ)

χθιζή, χθιζόν, (χθές) of yesterday, τὸ χθιζὸν χρεῖος their yesterday's debt, Il.13.745; ὁ χθιζὸς πόνος yesterday's labour, Hdt.1.126; ἡ χθιζὴ μέθη Plu.2.13e; αἱ χ. ἀβελτερίαι ib.75e, cf. Sor.1.40, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.1.424; χ. ἤλυθες Od. 2.262; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170; ὅσσα.. χ. ὑπέσχετο Il.19.141; χ. ἐμυθεόμην Od.12.451; ἴδον Μέντορα χ. 4.656; αἲ γάρ.. τοῖος ἐών τοι χ... ἐφεστάμεναι would I had stood by thee yesterday! 24.379: neut. χθιζόν as adverb, = χθές, Il.19.195; neut. pl. χθιζά, v. πρωιζός.

German (Pape)

[Seite 1354] ion. u. poet. statt χθεσινός (vgl. Lob. Phryn. 323), gestrig, am gestrigen Tage; ὁ χθ. πόνος Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; χθιζά, in der Vrbdg χθιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ πρώην, 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; adv. • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν τε καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, càd tout récemment.
Étymologie: χθές.

Russian (Dvoretsky)

χθιζός: вчерашний (χρεῖος Hom.; πόνος Her.; ἀβελτερίαι Plut.): χ. ἔβη Hom. он вчера ушел; ὅσσα χ. ὑπέσχετο Hom. то, что он вчера обещал.

Greek (Liddell-Scott)

χθιζός: -ή, -όν, (χθὲς) χθεσινός, ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, «μήπως τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, ὥσπερ σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. πόνος, ὁ κόπος τῆς χθές, Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. μέθη Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι αὐτόθι 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, μετὰ ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· τοῖος ἐών τοι χθ., ἐὰν ἤμην χθὲς τοιοῦτος (οἷος ἤμην ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ. = χθές, Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ. χθιζά, ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει τύπος εἶναι χθιζινός, καὶ (μετέπειτα) χθεσινός.

English (Autenrieth)

(χθές): of yesterday, yesterday, usually as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, χθιζά. χθιζά τε καὶ πρώιζα, phrase meaningbut a day or two since,’ Il. 2.303.

Greek Monolingual

και χθισδός, -ή, -όν, Α
1. χθεσινός («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», Πλούτ.)
2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) χθιζόν και χθιζά
χθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χθιζά.

Greek Monotonic

χθιζός: -ή, -όν (χθές), χθεσινός, τὸ χθιζὸν χρεῖος, η χθεσινή τους ήττα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ χθιζὸς πόνος, ο χθεσινός κόπος, σε Ηρόδ.· με επιρρ. σημασία, με ρήματα, χθιζὸς ἔβη, πήγε χθες, σε Ομήρ. Ιλ.· χθιζὸς ἤλυθες, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ουδ. χθιζόν, ως επίρρ., χθές, σε Όμηρ.· ομοίως, πληθ. χθιζά, βλ. πρώιζος.

Middle Liddell

χθιζός, ή, όν χθές
of yesterday, τὸ χθιζὸν χρεῖος their yesterday's debt, Il.; ὁ χθ. πόνος yesterday's labour, Hdt.; in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.; χθ. ἤλυθες Od., etc.:—neut. χθιζόν as adv. = χθές, Hom.; so pl. χθιζά, v. πρώιζος.