κακόνους: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=zusammengezogen aus [[κακόνοος]]. | |ptext=zusammengezogen aus [[κακόνοος]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[malevolus]]'', [[ill-disposed]], [[hostile]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.24.4/ 6.24.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 16 November 2024
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόνοος.
Greek Monolingual
-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῖν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρόνους, φαιδρόνους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
Middle Liddell
κᾰκό-νους, ουν
ill-disposed, disaffected, Ar., Thuc., etc.:— bearing malice against, τινι Xen.:—Sup. κακονούστατος Dem.
English (Woodhouse)
disaffected, disloyal, ill-disposed, malevolent, unfriendly, biassed unfavorably, biassed unfavourably
German (Pape)
zusammengezogen aus κακόνοος.