ἔτης: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(6_19)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(41 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=etis
|Transliteration C=etis
|Beta Code=e)/ths
|Beta Code=e)/ths
|Definition=ὁ, Elean ϝέτας (v. infr.), in Hom. always in pl. ἔται, οἱ:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clansmen</b>, i.e. <b class="b2">kinsmen and dependents of a great house</b>, ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι <span class="bibl">Il.6.262</span>; δαινύντα γάμον πολλοῖσι ἔτῃσιν <span class="bibl">Od.4.3</span>; παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε <span class="bibl">Il.6.239</span>, cf. <span class="bibl">Od.15.273</span>; ἔται καὶ ἀνεψιοί <span class="bibl">Il.9.464</span>; ἔτας καὶ ἑταίρους <span class="bibl">7.295</span>; γείτονες ἠδὲ ἔται <span class="bibl">Od.4.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later, <b class="b2">citizen</b>, ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>6.10</span>, cf. Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.4; <b class="b3">τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι</b> Foed.Lac. in <span class="bibl">Th.5.79</span>: in sg., <b class="b2">a private citizen</b>, opp. those who hold office, πρός σε . . ὡς ἔτην λέγω <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>247</span>; οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>377</span>; ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1014</span>; αἴτε ϝέτας αἴτε τελεστά <span class="title">SIG</span>9.8 (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), <span class="title">Mus.Belg.</span>16.70 (Athens, ii A. D.), <span class="title">IG</span>5(2).20 (Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)</span>
|Definition=ὁ, Elean [[ϝέτας]] (v. infr.), in Hom. always in plural ἔται, οἱ:—<br><span class="bld">A</span> [[clansmen]], i.e. [[kinsmen and dependents of a great house]], ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262; δαινύντα γάμον πολλοῖσι ἔτῃσιν Od.4.3; παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239, cf. Od.15.273; ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464; ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295; γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16.<br><span class="bld">II</span> later, [[citizen]], ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.''Pae.''6.10, cf. Epic. in ''Arch.Pap.''7.4; <b class="b3">τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι</b> Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a [[private]] [[citizen]], opp. [[those who hold office]], πρός σε.. ὡς ἔτην λέγω A.''Supp.''247; οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.''Fr.''377; ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.''Fr.''1014; αἴτε ϝέτας αἴτε τελεστά ''SIG''9.8 (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), ''Mus.Belg.''16.70 (Athens, ii A. D.), ''IG''5(2).20 (Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ὁ (nach den Alten von [[ἔθος]] od. [[ἐτός]], vgl. [[ἑταῖρος]]), der Angehörige, weitläuftige Verwandte, von den näheren Blutsverwandten unterschieden, Il. 6, 239 παῖδάς τε, κασιγνήτους τε ἔτας τε, wie 16, 456 κασίγνητοί τε ἔται τε; auch ἔται καὶ ἀνεψιοί stehen neben einander, 9, 464; von den ἑταῖροι unterschieden, 7, 295; Od. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται verbunden; Apoll. lex. erkl. πολῖται, ἑταῖροι, συνήθεις, vgl. Nitzsch zu Od. 4, 3. – Bei Aesch. frg. 312 [[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]] (Inscr. 11, Ggstz von τελέστης, nach Böckh homo privatus, Hesych. erkl. [[πολίτης]]) u. Suppl. 244 = Stammgenossen, Freunde; auch im spart. Vertrage bei Thuc. 5, 79; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 305 Cometas (XV, 40, 40).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ὁ (nach den Alten von [[ἔθος]] od. [[ἐτός]], vgl. [[ἑταῖρος]]), der Angehörige, weitläuftige Verwandte, von den näheren Blutsverwandten unterschieden, Il. 6, 239 παῖδάς τε, κασιγνήτους τε ἔτας τε, wie 16, 456 κασίγνητοί τε ἔται τε; auch ἔται καὶ ἀνεψιοί stehen neben einander, 9, 464; von den ἑταῖροι unterschieden, 7, 295; Od. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται verbunden; Apoll. lex. erkl. πολῖται, ἑταῖροι, συνήθεις, vgl. Nitzsch zu Od. 4, 3. – Bei Aesch. frg. 312 [[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]] (Inscr. 11, <span class="ggns">Gegensatz</span> von τελέστης, nach Böckh homo privatus, Hesych. erkl. [[πολίτης]]) u. Suppl. 244 = Stammgenossen, Freunde; auch im spart. Vertrage bei Thuc. 5, 79; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 305 Cometas (XV, 40, 40).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[parent]], [[allié]] <i>d'ord. au pl.</i><br /><b>2</b> [[concitoyen]] ; <i>en gén.</i> habitant d'une ville, citoyen ; simple particulier.<br />'''Étymologie:''' DELG du th. pron. *swe- ; cf. <i>russe</i> svatu « beau-frère », <i>lit.</i> svecias « hôte ».
}}
{{elru
|elrutext='''ἔτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> член рода, (со)родич (παῖδες τε κασί-γνητοί τε [[ἔται]] τε Hom.);<br /><b class="num">2</b> (со)гражданин: τοῖς ἔταις καττὰ [[πάτρια]] δικάζεσθαι Thuc. (в тексте договора) граждане будут подсудны законам страны,;<br /><b class="num">3</b> [[простой гражданин]], [[частное лицо]] (πρός τινα ὡς ἔτην λέγειν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔτης''': -ου, ὁ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ. [[ἔται]], οἱ, (ἴδε ἐν τέλει): ― οἱ [[ἔται]], κατὰ τὸν Nitzsch ἐν Ὀδ. Δ. 3, ἦσαν [[κυρίως]] ὁμόφυλοι συγγενεῖς [[μεγάλης]] τινὸς οἰκογενείας καὶ ἐξαρτώμενοι ἐξ αὐτῆς, [[ἔται]] δε ἐλέγοντο καὶ οἱ συνέστιοι φίλοι (Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 408, 26) ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν Ἰλ. Ζ. 262· δαίνυνται γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν Ὀδ. 3· [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετ’ ἄλλων συγγενικῶν λέξεων, παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε Ἰλ. Ζ. 239, πρβλ. Π. 456, Ὀδ. Ο. 273· [[ἔται]] καὶ ἀνεψιοὶ Ἰλ. Ι. 464· [[ἔται]] καὶ ἑταῖροι Η. 295· γείτονες ἠδέ [[ἔται]] Ὀδ. Δ.16· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., [[ἔτης]] Ἡρακλῆος Ὀρφ. Ἀργ. 224, Ἕρμανν. ΙΙ. ἀκολούθως, = [[δημότης]] ἤ [[πολίτης]], [[κάτοικος]] ἑκάστης πόλεως, τοῖς δὲ ἔταις [[καττά]] πάτρια δικάζεσθαι, «δι’ [[ἀλλήλων]] λύειν τὰ διάφορα» (Σχόλ.), Θουκ. 5. 79· ἐν τῷ ἑνικῷ, = [[ἰδιώτης]], κατ’ ἀντίθ. [[πρός]] τους κατέχοντας [[ἀρχήν]] τινα, [[πρός]] σε... ὡς ἔτην [[λέγω]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 247· [[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ’ [[ἔτης]] [[ἀνήρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 314· ἀρχῷ... οὐκ ἔτῃ [[πρέπων]] Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 158. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ὦ τάν ἤ ὦ ᾿τάν, ἴδε ἐν λέξει τάν. (Ἔχει τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται ϝέτης ἐν Παλαιᾷ τινι Ὀλυμπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ Ἐπιγρ. 11: πρβλ. [[ἑταῖρος]]).
|lstext='''ἔτης''': -ου, ὁ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ. [[ἔται]], οἱ, (ἴδε ἐν τέλει): ― οἱ [[ἔται]], κατὰ τὸν Nitzsch ἐν Ὀδ. Δ. 3, ἦσαν [[κυρίως]] ὁμόφυλοι συγγενεῖς [[μεγάλης]] τινὸς οἰκογενείας καὶ ἐξαρτώμενοι ἐξ αὐτῆς, [[ἔται]] δε ἐλέγοντο καὶ οἱ συνέστιοι φίλοι (Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 408, 26) ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν Ἰλ. Ζ. 262· δαίνυνται γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν Ὀδ. 3· [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετ’ ἄλλων συγγενικῶν λέξεων, παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε Ἰλ. Ζ. 239, πρβλ. Π. 456, Ὀδ. Ο. 273· [[ἔται]] καὶ ἀνεψιοὶ Ἰλ. Ι. 464· [[ἔται]] καὶ ἑταῖροι Η. 295· γείτονες ἠδέ [[ἔται]] Ὀδ. Δ.16· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., [[ἔτης]] Ἡρακλῆος Ὀρφ. Ἀργ. 224, Ἕρμανν. ΙΙ. ἀκολούθως, = [[δημότης]] ἤ [[πολίτης]], [[κάτοικος]] ἑκάστης πόλεως, τοῖς δὲ ἔταις [[καττά]] πάτρια δικάζεσθαι, «δι’ [[ἀλλήλων]] λύειν τὰ διάφορα» (Σχόλ.), Θουκ. 5. 79· ἐν τῷ ἑνικῷ, = [[ἰδιώτης]], κατ’ ἀντίθ. [[πρός]] τους κατέχοντας [[ἀρχήν]] τινα, [[πρός]] σε... ὡς ἔτην [[λέγω]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 247· [[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ’ [[ἔτης]] [[ἀνήρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 314· ἀρχῷ... οὐκ ἔτῃ [[πρέπων]] Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 158. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ὦ τάν ἤ ὦ ᾿τάν, ἴδε ἐν λέξει τάν. (Ἔχει τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται ϝέτης ἐν Παλαιᾷ τινι Ὀλυμπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ Ἐπιγρ. 11: πρβλ. [[ἑταῖρος]]).
}}
{{Autenrieth
|auten=(ϝέτης), pl. [[ἔται]]: friends, retainers, [[distinguished]] [[from]] [[near]] relatives, Od. 4.3, Il. 6.239, Il. 9.464.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔτης]], ὁ (Α)<br />I. <b>στον πληθ.</b> oἱ [[ἔται]]<br /><b>1.</b> οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα [[μέλη]] [[μεγάλης]] οικογένειας («ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συνέστιοι φίλοι ([[αλλά]] συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν [[συγγένεια]]) (α. «παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γείτονες ἠδὲ [[ἔται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔτας]]<br />τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»<br /><b>4.</b> οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῖς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />II. (σπαν. στον εν.) ὁ [[ἔτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει κάποια [[δημόσια]] [[αρχή]], ο [[ιδιώτης]] («[[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φίλος]] («[[ἔτης]] Ἡρακλῆος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>swe</i>-<i>t</i>-<i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἕ</i>) παρεκτεταμένη με -<i>t</i>. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας [[ψίλωση]] και [[δίγαμμα]]. To <i>Fέτᾱς</i> συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>svatŭ</i> (IE <i>sw</i><i>ō</i><i>tos</i>) «[[κουνιάδος]]», λιθ. <i>svẽčias</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>swetjos</i>) «φιλοξενούμενος» (<b>βλ.</b> και λ. [[εταίρος]]). Η λ. [[έτης]] στον Όμηρο σήμαινε «[[οικείος]], [[μακρινός]] [[συγγενής]]», [[αλλά]] αργότερα πήρε τη σημ. «[[πολίτης]], [[δημότης]]» (<b>Πίνδ.</b> <b>Θουκ.</b>) και «[[ιδιώτης]]» (τραγικοί)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔτης:''' -ου, ὁ, [[κυρίως]] στον πληθ., [[ἔται]], οἱ,<br /><b class="num">I.</b> οι [[ἔται]] ήταν [[μέλη]] της ίδιας φυλετικής ομάδας, φατρίας, δηλ. συγγενείς μιας [[μεγάλης]] οικογενείας, ξαδέρφια, παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε, σε Όμηρ.· [[ἔται]] καὶ ἀνεψιοί, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν., [[δημότης]], [[πολίτης]], [[συμπολίτης]], [[γείτονας]], σε Θουκ.· στον ενικ., [[ιδιώτης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αντί [[ὦ τάν]] ή <i>ὦ' τάν</i>, βλ. τάν.
}}
{{etym
|etymtx=m.<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[clansman]] (Hom., only plur.), [[citizen]], [[private]] (El., Dor., also A. and E.); on the meaning DELG.<br />Dialectal forms: dor. [[ἔτας]], el. [[Ϝέτας]]<br />Compounds: none<br />Origin: IE [Indo-European] [882] <b class="b2">*su̯e-t-</b> <b class="b2">own ...</b><br />Etymology: Beside [[Ϝέτας]] Slavic has a word for [[relative married in]], [[who gains a bride]], e. g. ORuss. [[svatъ]], IE <b class="b2">*su̯ōtos</b>; in Baltic a word for [[guest]], Lith. <b class="b2">svẽčas</b>, IE <b class="b2">*su̯eti̯os</b>; from the reflexive <b class="b2">*su̯e</b>, Gr. [[Ϝ]](h)[[ε]] (s. [[ἕ]]) with [[t-]]suffix, IE <b class="b2">*su̯e-t-</b>; on the Greek anlaut with psilosis and loss of the digamma cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 125, Chantraine Gramm. hom. 1, 150 and 185. So prop. "own", i. e. <b class="b2">belonging to the (own) clan, private; in the last sense cf. ἑ-κάς far</b>, prop. [[for himself]] (thus also Lith. <b class="b2">svẽčias</b> because of <b class="b2">svẽtimas</b>, Latv. [[sweschs]] [[foreign]]?; Schulze KZ 40, 417 = Kl. Schr. 73). - On the formation of [[ἔτης]] s. Schwyzer 500, Chantraine Formation 312 and Bechtel Lex.; further Vasmer Russ. et. Wb. s. <b class="b2">svát</b>. Wrong Fay AmJPh 28, 413f.; cf. Kretschmer Glotta 1, 378. - S. also [[ἑταῖρος]] and [[ἴδιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[mostly]] in plural]<br /><b class="num">I.</b> the [[ἔται]] were clansmen, i. e. the kinsmen of a [[great]] [[house]], cousins, παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε Hom.; [[ἔται]] καὶ ἀνεψιοί Il.<br /><b class="num">II.</b> [[later]], = [[δημότης]], a [[townsman]], [[neighbour]], Thuc.:—in sg. a [[private]] [[citizen]], Aesch.<br /><b class="num">III.</b> for [[ὦ τάν]] or ὦ 'τάν, v. sub τάν.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἔτης''': m., dor. [[ἔτας]], el. ϝέτας<br />{étēs}<br />'''Meaning''': [[Angehöriger]], [[Stammesgenosse]] (Hom., nur im Plur.), [[Mitbürger]], [[Bürger]], [[Privatmann]] (el., dor., auch A. und E.).<br />'''Composita''': Keine Komposita oder Ableitungen.<br />'''Etymology''': Neben ϝέτας steht im Slavischen ein Wort für [[verschwägerter Verwandter]], [[Brautwerber]], z. B. aruss. ''svatъ'', idg. *''su̯ōtos'' (*''su̯ātos''); im Baltischen ein Wort für [[Gast]], lit. ''svẽčas'', idg. *''su̯eti̯os''; als gemeinsame Grundlage ist das mit ''t''-Suffix erweiterte Reflexivum *''su̯e'', gr. ϝ(''h'')ε (s. ἕ), zu betrachten, idg. *''su̯e''-''t''-; zum griech. Anlaut mit Psilose und Schwund des Digamma vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 125, Chantraine Gramm. hom. 1, 150 und 185. Eig. somit "Eigener", d. h. ‘Angehöriger der (eigenen) Sippe’, bzw. [[Privatmann]]; im letzteren Sinn vgl. [[ἑκάς]] [[fern]], eig. [[für sich]] (so auch lit. ''svẽčias'' wegen >''svẽtimas'', lett. ''sweschs'' [[fremd]]?; Schulze KZ 40, 417 = Kl. Schr. 73). — Zur Bildung von [[ἔτης]] noch Schwyzer 500, Chantraine Formation 312 und Bechtel Lex.; weitere Lit. bei Vasmer Russ. et. Wb. s. ''svát''; außerdem WP. 2, 457. Abzulehnen Fay AmJPh 28, 413f.; vgl. Kretschmer Glotta 1, 378. — S. auch [[ἑταῖρος]] und [[ἴδιος]].<br />'''Page''' 1,581-582
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[private person]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[συγγενής]], [[συμπολίτης]]). Ἀπό τό ϝέτης (ὁμηρικό). Συγγενικό μέ τά: [[ἕταρος]] [[ἑταῖρος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=(<i>Dor.</i> <i>Doric dialect</i>), ''[[civis]]'', [[citizen]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.79.4/ 5.79.4], [<i>Vat.</i> <i>Vatican manuscript</i> ἔτταις]
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτης Medium diacritics: ἔτης Low diacritics: έτης Capitals: ΕΤΗΣ
Transliteration A: étēs Transliteration B: etēs Transliteration C: etis Beta Code: e)/ths

English (LSJ)

ὁ, Elean ϝέτας (v. infr.), in Hom. always in plural ἔται, οἱ:—
A clansmen, i.e. kinsmen and dependents of a great house, ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262; δαινύντα γάμον πολλοῖσι ἔτῃσιν Od.4.3; παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239, cf. Od.15.273; ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464; ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295; γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16.
II later, citizen, ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.Pae.6.10, cf. Epic. in Arch.Pap.7.4; τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a private citizen, opp. those who hold office, πρός σε.. ὡς ἔτην λέγω A.Supp.247; οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.Fr.377; ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.Fr.1014; αἴτε ϝέτας αἴτε τελεστά SIG9.8 (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), Mus.Belg.16.70 (Athens, ii A. D.), IG5(2).20 (Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)

German (Pape)

[Seite 1051] ὁ (nach den Alten von ἔθος od. ἐτός, vgl. ἑταῖρος), der Angehörige, weitläuftige Verwandte, von den näheren Blutsverwandten unterschieden, Il. 6, 239 παῖδάς τε, κασιγνήτους τε ἔτας τε, wie 16, 456 κασίγνητοί τε ἔται τε; auch ἔται καὶ ἀνεψιοί stehen neben einander, 9, 464; von den ἑταῖροι unterschieden, 7, 295; Od. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται verbunden; Apoll. lex. erkl. πολῖται, ἑταῖροι, συνήθεις, vgl. Nitzsch zu Od. 4, 3. – Bei Aesch. frg. 312 οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ (Inscr. 11, Gegensatz von τελέστης, nach Böckh homo privatus, Hesych. erkl. πολίτης) u. Suppl. 244 = Stammgenossen, Freunde; auch im spart. Vertrage bei Thuc. 5, 79; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 305 Cometas (XV, 40, 40).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 parent, allié d'ord. au pl.
2 concitoyen ; en gén. habitant d'une ville, citoyen ; simple particulier.
Étymologie: DELG du th. pron. *swe- ; cf. russe svatu « beau-frère », lit. svecias « hôte ».

Russian (Dvoretsky)

ἔτης: ου ὁ
1 член рода, (со)родич (παῖδες τε κασί-γνητοί τε ἔται τε Hom.);
2 (со)гражданин: τοῖς ἔταις καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Thuc. (в тексте договора) граждане будут подсудны законам страны,;
3 простой гражданин, частное лицо (πρός τινα ὡς ἔτην λέγειν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔτης: -ου, ὁ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ. ἔται, οἱ, (ἴδε ἐν τέλει): ― οἱ ἔται, κατὰ τὸν Nitzsch ἐν Ὀδ. Δ. 3, ἦσαν κυρίως ὁμόφυλοι συγγενεῖς μεγάλης τινὸς οἰκογενείας καὶ ἐξαρτώμενοι ἐξ αὐτῆς, ἔται δε ἐλέγοντο καὶ οἱ συνέστιοι φίλοι (Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 408, 26) ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν Ἰλ. Ζ. 262· δαίνυνται γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν Ὀδ. 3· συχνάκις συνδυάζεται μετ’ ἄλλων συγγενικῶν λέξεων, παῖδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε Ἰλ. Ζ. 239, πρβλ. Π. 456, Ὀδ. Ο. 273· ἔται καὶ ἀνεψιοὶ Ἰλ. Ι. 464· ἔται καὶ ἑταῖροι Η. 295· γείτονες ἠδέ ἔται Ὀδ. Δ.16· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., ἔτης Ἡρακλῆος Ὀρφ. Ἀργ. 224, Ἕρμανν. ΙΙ. ἀκολούθως, = δημότηςπολίτης, κάτοικος ἑκάστης πόλεως, τοῖς δὲ ἔταις καττά πάτρια δικάζεσθαι, «δι’ ἀλλήλων λύειν τὰ διάφορα» (Σχόλ.), Θουκ. 5. 79· ἐν τῷ ἑνικῷ, = ἰδιώτης, κατ’ ἀντίθ. πρός τους κατέχοντας ἀρχήν τινα, πρός σε... ὡς ἔτην λέγω Αἰσχύλ. Ἱκ. 247· οὔτε δῆμος οὔτ’ ἔτης ἀνήρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 314· ἀρχῷ... οὐκ ἔτῃ πρέπων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 158. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ὦ τάν ἤ ὦ ᾿τάν, ἴδε ἐν λέξει τάν. (Ἔχει τὸ δίγαμμα παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται ϝέτης ἐν Παλαιᾷ τινι Ὀλυμπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ Ἐπιγρ. 11: πρβλ. ἑταῖρος).

English (Autenrieth)

(ϝέτης), pl. ἔται: friends, retainers, distinguished from near relatives, Od. 4.3, Il. 6.239, Il. 9.464.

Greek Monolingual

ἔτης, ὁ (Α)
I. στον πληθ. oἱ ἔται
1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῖδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε», Ομ. Ιλ.
β. «γείτονες ἠδὲ ἔται», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἔτας
τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»
4. οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῖς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», Θουκ.)
II. (σπαν. στον εν.) ὁ ἔτης
1. αυτός που δεν κατέχει κάποια δημόσια αρχή, ο ιδιώτηςοὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ», Αισχύλ.)
2. ο φίλοςἔτης Ἡρακλῆος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < swe-t-ā < ΙΕ ρίζα swe- (πρβλ. ) παρεκτεταμένη με -t. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας ψίλωση και δίγαμμα. To Fέτᾱς συνδέεται με αρχ. ρωσ. svatŭ (IE swōtos) «κουνιάδος», λιθ. svẽčias (< ΙΕ swetjos) «φιλοξενούμενος» (βλ. και λ. εταίρος). Η λ. έτης στον Όμηρο σήμαινε «οικείος, μακρινός συγγενής», αλλά αργότερα πήρε τη σημ. «πολίτης, δημότης» (Πίνδ. Θουκ.) και «ιδιώτης» (τραγικοί)].

Greek Monotonic

ἔτης: -ου, ὁ, κυρίως στον πληθ., ἔται, οἱ,
I. οι ἔται ήταν μέλη της ίδιας φυλετικής ομάδας, φατρίας, δηλ. συγγενείς μιας μεγάλης οικογενείας, ξαδέρφια, παῖδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε, σε Όμηρ.· ἔται καὶ ἀνεψιοί, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταγεν., δημότης, πολίτης, συμπολίτης, γείτονας, σε Θουκ.· στον ενικ., ιδιώτης, σε Αισχύλ.
III. αντί ὦ τάν ή ὦ' τάν, βλ. τάν.

Frisk Etymological English

m.
Grammatical information: m.
Meaning: clansman (Hom., only plur.), citizen, private (El., Dor., also A. and E.); on the meaning DELG.
Dialectal forms: dor. ἔτας, el. Ϝέτας
Compounds: none
Origin: IE [Indo-European] [882] *su̯e-t- own ...
Etymology: Beside Ϝέτας Slavic has a word for relative married in, who gains a bride, e. g. ORuss. svatъ, IE *su̯ōtos; in Baltic a word for guest, Lith. svẽčas, IE *su̯eti̯os; from the reflexive *su̯e, Gr. Ϝ(h)ε (s. ) with t-suffix, IE *su̯e-t-; on the Greek anlaut with psilosis and loss of the digamma cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 125, Chantraine Gramm. hom. 1, 150 and 185. So prop. "own", i. e. belonging to the (own) clan, private; in the last sense cf. ἑ-κάς far, prop. for himself (thus also Lith. svẽčias because of svẽtimas, Latv. sweschs foreign?; Schulze KZ 40, 417 = Kl. Schr. 73). - On the formation of ἔτης s. Schwyzer 500, Chantraine Formation 312 and Bechtel Lex.; further Vasmer Russ. et. Wb. s. svát. Wrong Fay AmJPh 28, 413f.; cf. Kretschmer Glotta 1, 378. - S. also ἑταῖρος and ἴδιος.

Middle Liddell

mostly in plural]
I. the ἔται were clansmen, i. e. the kinsmen of a great house, cousins, παῖδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε Hom.; ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.
II. later, = δημότης, a townsman, neighbour, Thuc.:—in sg. a private citizen, Aesch.
III. for ὦ τάν or ὦ 'τάν, v. sub τάν.

Frisk Etymology German

ἔτης: m., dor. ἔτας, el. ϝέτας
{étēs}
Meaning: Angehöriger, Stammesgenosse (Hom., nur im Plur.), Mitbürger, Bürger, Privatmann (el., dor., auch A. und E.).
Composita: Keine Komposita oder Ableitungen.
Etymology: Neben ϝέτας steht im Slavischen ein Wort für verschwägerter Verwandter, Brautwerber, z. B. aruss. svatъ, idg. *su̯ōtos (*su̯ātos); im Baltischen ein Wort für Gast, lit. svẽčas, idg. *su̯eti̯os; als gemeinsame Grundlage ist das mit t-Suffix erweiterte Reflexivum *su̯e, gr. ϝ(h)ε (s. ἕ), zu betrachten, idg. *su̯e-t-; zum griech. Anlaut mit Psilose und Schwund des Digamma vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 125, Chantraine Gramm. hom. 1, 150 und 185. Eig. somit "Eigener", d. h. ‘Angehöriger der (eigenen) Sippe’, bzw. Privatmann; im letzteren Sinn vgl. ἑκάς fern, eig. für sich (so auch lit. svẽčias wegen >svẽtimas, lett. sweschs fremd?; Schulze KZ 40, 417 = Kl. Schr. 73). — Zur Bildung von ἔτης noch Schwyzer 500, Chantraine Formation 312 und Bechtel Lex.; weitere Lit. bei Vasmer Russ. et. Wb. s. svát; außerdem WP. 2, 457. Abzulehnen Fay AmJPh 28, 413f.; vgl. Kretschmer Glotta 1, 378. — S. auch ἑταῖρος und ἴδιος.
Page 1,581-582

English (Woodhouse)

private person

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συγγενής, συμπολίτης). Ἀπό τό ϝέτης (ὁμηρικό). Συγγενικό μέ τά: ἕταρος ἑταῖρος.

Lexicon Thucydideum

(Dor. Doric dialect), civis, citizen, 5.79.4, [Vat. Vatican manuscript ἔτταις]