καστορίδες: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kastorides
|Transliteration C=kastorides
|Beta Code=kastori/des
|Beta Code=kastori/des
|Definition=αἱ, a famous Laconian breed of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hounds</b>, said to be first reared by Castor, <span class="title">AP</span>6.167 (Agath.), cf. <span class="bibl">Poll.5.39</span>:—also καστόριαι κύνες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>3.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">sea-calves, seals</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.398</span>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>9.50</span>.</span>
|Definition=αἱ, a famous Laconian breed of<br><span class="bld">A</span> [[hounds]], said to be first reared by Castor, ''AP''6.167 (Agath.), cf. Poll.5.39:—also [[καστόριαι]] κύνες [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''3.1.<br><span class="bld">II</span> [[sea-calves]], [[seals]], Opp.''H.''1.398, Ael. ''NA''9.50.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch [[καστορίς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch [[καστορίς]].
}}
{{bailly
|btext=ων (αἱ) :<br />[[chiennes de chasse laconiennes]].<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καστορίδες''': -αἱ, ἐξαίρετον [[εἶδος]] θηρευτικῶν Λακωνικῶν κυνῶν, «αἱ δὲ [[καστορίδες]] Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ [[δῶρον]]» [[Πολυδ]]. Ε´, 39, Ἀνθ. Π. 6. 167· [[ὡσαύτως]], καστόριαι κύνες Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. θαλάσσιοι μόσχοι ἢ φῶκαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 398, Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.
|lstext='''καστορίδες''': -αἱ, ἐξαίρετον [[εἶδος]] θηρευτικῶν Λακωνικῶν κυνῶν, «αἱ δὲ [[καστορίδες]] Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ [[δῶρον]]» Πολυδ. Ε´, 39, Ἀνθ. Π. 6. 167· [[ὡσαύτως]], καστόριαι κύνες Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. θαλάσσιοι μόσχοι ἢ φῶκαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 398, Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]].
|mltxt=οι (AM [[καστορίδες]], αἱ) [[κάστωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[οικογένεια]] τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ζώου, [[φώκια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετικό [[είδος]] κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ [[καστορίδες]] Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ [[δῶρον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καστορίδες πύλαι» — στενό [[πέρασμα]] στο Γύθειο, [[κατά]] τον <b>Παυσ.</b>
}}
{{lsm
|lsmtext='''καστορίδες:''' αἱ, Λακωνική [[ράτσα]] κυνηγόσκυλων που [[πρώτος]] ανέθρεψε ο Κάστορας, σε Ανθ.· επίσης [[καστόριαι]] <i>κύνες</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[Laconian]] [[breed]] of hounds, [[first]] reared by [[Castor]], Anth.: also [[καστόριαι]] κύνες Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστορίδες Medium diacritics: καστορίδες Low diacritics: καστορίδες Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΔΕΣ
Transliteration A: kastorídes Transliteration B: kastorides Transliteration C: kastorides Beta Code: kastori/des

English (LSJ)

αἱ, a famous Laconian breed of
A hounds, said to be first reared by Castor, AP6.167 (Agath.), cf. Poll.5.39:—also καστόριαι κύνες X.Cyn.3.1.
II sea-calves, seals, Opp.H.1.398, Ael. NA9.50.

German (Pape)

[Seite 1333] αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch καστορίς.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
chiennes de chasse laconiennes.
Étymologie: κάστωρ.

Greek (Liddell-Scott)

καστορίδες: -αἱ, ἐξαίρετον εἶδος θηρευτικῶν Λακωνικῶν κυνῶν, «αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον» Πολυδ. Ε´, 39, Ἀνθ. Π. 6. 167· ὡσαύτως, καστόριαι κύνες Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. θαλάσσιοι μόσχοι ἢ φῶκαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 398, Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.

Greek Monolingual

οι (AM καστορίδες, αἱ) κάστωρ
νεοελλ.
ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες
μσν.-αρχ.
είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια
αρχ.
1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον», Πολυδ.)
2. φρ. «Καστορίδες πύλαι» — στενό πέρασμα στο Γύθειο, κατά τον Παυσ.

Greek Monotonic

καστορίδες: αἱ, Λακωνική ράτσα κυνηγόσκυλων που πρώτος ανέθρεψε ο Κάστορας, σε Ανθ.· επίσης καστόριαι κύνες, σε Ξεν.

Middle Liddell

a Laconian breed of hounds, first reared by Castor, Anth.: also καστόριαι κύνες Xen.