συμπλάσσω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(Bailly1_5) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symplasso | |Transliteration C=symplasso | ||
|Beta Code=sumpla/ssw | |Beta Code=sumpla/ssw | ||
|Definition=Att.συμπλάττω, pf. | |Definition=Att. [[συμπλάττω]], pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.''Ap.''2.2:—<br><span class="bld">A</span> [[moula]] or [[fashion together]], [[γαίης]] of clay, Hes.''Th.''571, cf. Hermipp.41; of bees, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''628a34, ''GA''761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.''Or.''42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.''Pax''869; <b class="b3">τῶν ἐντὸς</b> [τῆς κνήκου].. μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140.<br><span class="bld">2</span> of speakers and writers, <b class="b3">συνομολογοῦντες καὶ σ.</b> [[by agreeing on]] an hypothesis and a [[fiction]], Pl.''Chrm.''175d:—Med., <b class="b3">συγγράφεσθαι καὶ</b> συμπλάττεσθαι D.C.50.5.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[feign]] or [[fabricate together]], αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] att. -[[πλάττω]] (s. [[πλάσσω]]), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ [[ἐνύπνιον]], Aesch. 3, 77. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] att. -[[πλάττω]] (s. [[πλάσσω]]), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ [[ἐνύπνιον]], Aesch. 3, 77. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=former ensemble, façonner ensemble, construire ; <i>fig.</i> imaginer, combiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[συμπλάσσομαι]] imaginer, combiner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπλάσσω:''' атт. [[συμπλάττω]]<br /><b class="num">1</b> [[лепить]] Arst. σ. γαίης Hes. лепить из земли (глины); [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται Arph. готовится (свадебный) кунжутный пирог;<br /><b class="num">2</b> [[совместно придумывать]], [[сочинять]] Aeschin., Dem.: συνομολογεῖν καὶ σ. Plat. придумывать общими усилиями. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[ὁμοῦ]], γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., [[πλάττω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐφευρίσκω]], αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34. | |lstext='''συμπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[ὁμοῦ]], γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., [[πλάττω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐφευρίσκω]], αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και αττ. τ. συμπλάττω Α [[πλάσσω]]<br /><b>1.</b> διαπλάθω, [[δίνω]] [[μορφή]] («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς [[Ἀμφιγυήεις]] παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για ρήτορες ή συγγραφείς) [[συμφωνώ]] στη [[δημιουργία]] πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῖς... ξυνομολογοῦν | ||
τες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπλάσσω:''' Αττ. -ττω, αόρ. αʹ <i>συνέπλᾰσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πλάθω]] ή [[διαμορφώνω]] μαζί· <i>γαίης</i>, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, <i>ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες</i>, συμφωνώντας σε μια [[υπόθεση]] ή στη [[μυθοπλασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[επινοώ]] ή [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μαζί, σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Attic -ττω aor1 συνέπλᾰσα<br /><b class="num">1.</b> to [[mould]] or [[fashion]] [[together]], γαίης of [[clay]], Hes.:—Pass., Ar.<br /><b class="num">2.</b> of speakers and writers, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ. by agreeing on an [[hypothesis]] and a [[fiction]], Plat.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to [[feign]] or [[fabricate]] [[together]], Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:11, 24 November 2023
English (LSJ)
Att. συμπλάττω, pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.Ap.2.2:—
A moula or fashion together, γαίης of clay, Hes.Th.571, cf. Hermipp.41; of bees, Arist.HA628a34, GA761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.Or.42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.Pax869; τῶν ἐντὸς [τῆς κνήκου].. μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140.
2 of speakers and writers, συνομολογοῦντες καὶ σ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Pl.Chrm.175d:—Med., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι D.C.50.5.
3 metaph., feign or fabricate together, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77.
German (Pape)
[Seite 987] att. -πλάττω (s. πλάσσω), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; σησαμῆ ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον, Aesch. 3, 77.
French (Bailly abrégé)
former ensemble, façonner ensemble, construire ; fig. imaginer, combiner;
Moy. συμπλάσσομαι imaginer, combiner.
Étymologie: σύν, πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
συμπλάσσω: атт. συμπλάττω
1 лепить Arst. σ. γαίης Hes. лепить из земли (глины); σησαμῆ ξυμπλάττεται Arph. готовится (свадебный) кунжутный пирог;
2 совместно придумывать, сочинять Aeschin., Dem.: συνομολογεῖν καὶ σ. Plat. придумывать общими усилиями.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω ὁμοῦ, γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., πλάττω, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῖς... ξυνομολογοῦν
τες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.
Greek Monotonic
συμπλάσσω: Αττ. -ττω, αόρ. αʹ συνέπλᾰσα·
1. πλάθω ή διαμορφώνω μαζί· γαίης, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες, συμφωνώντας σε μια υπόθεση ή στη μυθοπλασία, σε Πλάτ.
3. μεταφ., επινοώ ή εφευρίσκω, πλάθω μαζί, σε Δημ.
Middle Liddell
Attic -ττω aor1 συνέπλᾰσα
1. to mould or fashion together, γαίης of clay, Hes.:—Pass., Ar.
2. of speakers and writers, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Plat.
3. metaph. to feign or fabricate together, Dem.