ἐπιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirrepis
|Transliteration C=epirrepis
|Beta Code=e)pirreph/s
|Beta Code=e)pirreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclining the balance</b>, <b class="b3">μνᾶς -έστερον βραχύ</b> rather <b class="b2">more than</b> a mina <b class="b2">in weight</b>, Damocr. ap. Gal.13.919. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">leaning</b> <b class="b2">towards, prone to</b>, πρός τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.13.576f</span> (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον <span class="bibl">Hdn.6.9.8</span>; εἰς κακίαν <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>3p.425M.</span>; -εστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν <span class="bibl">Hdn.5.8.2</span>: abs., <b class="b3">ἐλπίδες -έστεραι</b> <b class="b2">favourable</b>, <span class="bibl">Plb.1.55.1</span>. Adv. -πῶς, ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.1</span>; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.<span class="title">Milt.</span>61: Comp. -έστερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.280</span>: Sup. <b class="b3">-έστατα</b> Men.Prot.<span class="bibl">p.119</span> D.</span>
|Definition=ἐπιρρεπές,<br><span class="bld">A</span> [[inclining the balance]], <b class="b3">μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ</b> rather [[more]] [[than]] a [[mina]] in [[weight]], Damocr. ap. Gal.13.919.<br><span class="bld">II</span>. [[leaning]] [[towards]], [[prone to]], πρός τι Luc.''Hist.Conscr.''60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.''in CA''3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., <b class="b3">ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι</b> [[favourable]], Plb.1.55.1. Adv. [[ἐπιρρεπῶς]] = [[with inclination]], [[in a favorable way]], ἔχειν πρός τι Arr.''Epict.''3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.''Milt.''61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.''M.''1.280: Sup. <b class="b3">ἐπιρρεπέστατα</b> Men.Prot.p.119 D.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich [[wohin]] [[neigend]], [[geneigt]]</i>, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' [[ἀκίνδυνος]] καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. <i>hist. scrib</i>. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον [[εἶχον]] 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, <i>[[günstiger]]e</i> [[Hoffnung]], Pol. 1.55.1.<br><b class="num">• Adv.</b>, ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu [[Etwas]] [[geneigt]] sein, Arr. <i>Epict</i>. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. <i>adv. gr</i>. 280.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[наклонный]], [[склонный]] (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[благоприятный]], [[благоприятствующий]] ([[ἐλπίς]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. proclivis, [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. [[proclivis]], [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιρρεπής]], -ές) [[επιρρέπω]]<br />αυτός που έχει [[ροπή]], [[κλίση]], [[διάθεση]] για [[κάτι]] («[[επιρρεπής]] στις ηδονές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[αφτί]]) κρεμασμένος, [[κρεμαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιρρεπώς</i><br />με [[κλίση]], με [[διάθεση]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιρρεπής]], ές<br />[[leaning]] [[towards]], Lat. [[proclivis]], Luc.
}}
}}
{{bailly
{{mantoulidis
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : [[πρός]] [[τι]] enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό [[ἐπιρρέπω]] ([[ἐπί]] + [[ρέπω]] = [[κλίνω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρέπω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρεπής Medium diacritics: ἐπιρρεπής Low diacritics: επιρρεπής Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: epirrepḗs Transliteration B: epirrepēs Transliteration C: epirrepis Beta Code: e)pirreph/s

English (LSJ)

ἐπιρρεπές,
A inclining the balance, μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919.
II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. ἐπιρρεπῶς = with inclination, in a favorable way, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.M.1.280: Sup. ἐπιρρεπέστατα Men.Prot.p.119 D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.

German (Pape)

ές, sich wohin neigend, geneigt, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. hist. scrib. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον εἶχον 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, günstigere Hoffnung, Pol. 1.55.1.
• Adv., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu Etwas geneigt sein, Arr. Epict. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. adv. gr. 280.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρεπής:
1 наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2 благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτιεπιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.

Greek Monotonic

ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπιρρεπής, ές
leaning towards, Lat. proclivis, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό ἐπιρρέπω (ἐπί + ρέπω = κλίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω.