firme: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source
(2)
(CSV2 import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[βάσιμος]], [[ἔμπεδος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[δυσκινησία]], [[ἀτρεκής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἄκλονος]], [[ἀστεμφής]], [[διαστηρίζω]], [[ἐνστηνής]], [[βριαρός]], [[βαθύς]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀσάλευτος]], [[ἄσειστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἄτρομος]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσπαθής]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀρρεπής]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἔμμονος]], [[ἐμβριθής]], [[ἀπτώς]], [[ἀταρβής]], [[ἄπτωτος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπτής]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκλινής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἁδινός]], [[ἄρρεμβος]], [[βεβαιότροπος]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἔντονος]], [[ἄμοτον]]
|sltx=[[βάσιμος]], [[βέβαιος]], [[βαθύς]], [[βεβαιότροπος]], [[βριαρός]], [[διαστηρίζω]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκινησία]], [[δυσπαθής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκηδής]], [[ἀκλινής]], [[ἀλανής]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀπτής]], [[ἀπτώς]], [[ἀρρεπής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀταρβής]], [[ἀτρεκής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἁδινός]], [[ἄκλονος]], [[ἄμοτον]], [[ἄπτωτος]], [[ἄρρεμβος]], [[ἄσειστος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἄτρομος]], [[ἐμβριθής]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἐνστηνής]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἔμμονος]], [[ἔμπεδος]], [[ἔντονος]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=firme. ''adv''. ''c''. ''s''. :: [[直然]]。[[無疑]]。[[無怕]]
}}
}}

Latest revision as of 19:20, 12 June 2024

Latin > English (Lewis & Short)

firmē: adv., v. firmus.

Latin > French (Gaffiot 2016)

firmē¹⁴ (firmus), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.

Latin > German (Georges)

fīrmē, Adv. (firmus), fest, mit Festigkeit, I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., fest, bestimmt, praemandare alqm, recht kräftig, Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: graviter et firme respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, steif u. fest, Cic.

Spanish > Greek

βάσιμος, βέβαιος, βαθύς, βεβαιότροπος, βριαρός, διαστηρίζω, δυσαντίρρητος, δυσκίνητος, δυσκινησία, δυσπαθής, δυσπερίτρεπτος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάσειστος, ἀδόνητος, ἀκάρδιος, ἀκίνητος, ἀκαμπής, ἀκατάβλητος, ἀκηδής, ἀκλινής, ἀλανής, ἀμετάκλιτος, ἀμετάπειστος, ἀμετάπτωτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμεταμέλητος, ἀμετανόητος, ἀναπότρεπτος, ἀνενδοίαστος, ἀντίτυπος, ἀντιβατικός, ἀπαράπτωτος, ἀπαρακόμιστος, ἀπαρασάλευτος, ἀπαραχώρητος, ἀπερίκλαστος, ἀπρόπτωτος, ἀπτής, ἀπτώς, ἀρρεπής, ἀσάλευτος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσφαλής, ἀτάρβακτος, ἀταρβής, ἀτρεκής, ἀτρεμής, ἀχώλευτος, ἁδινός, ἄκλονος, ἄμοτον, ἄπτωτος, ἄρρεμβος, ἄσειστος, ἄτρεπτος, ἄτρομος, ἐμβριθής, ἐμπεδοσθενής, ἐμπεδόμυθος, ἐνστηνής, ἑδράστερος, ἑδραῖος, ἔμμονος, ἔμπεδος, ἔντονος