πρωτοτόκια: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(T22) |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prototokia | |Transliteration C=prototokia | ||
|Beta Code=prwtoto/kia | |Beta Code=prwtoto/kia | ||
|Definition=τά, with v.l. | |Definition=τά, with [[varia lectio|v.l.]] [[πρωτοτοκεῖα]], [[primogeniture]], [[right of primogeniture]], [[rights of the first-born]], [[birthright]], [[LXX]] ''Ge.''25.32, ''Ep.Hebr.''12.16; οὐκ ἐγενεαλογήθη εἰς πρωτοτόκια = he was not registered for [[primogeniture]], [[LXX]] ''1 Ch.''5.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[πρωτοτοκεῖα]]. | |btext=ίων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[πρωτοτοκεῖα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρωτοτόκια -ων, τά [πρωτότοκος] [[eerstgeboorterecht]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρωτοτόκια:''' [[varia lectio|v.l.]] [[πρωτοτοκεῖα]] τά [[первородство]], тж. [[право первородства]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πρωτοτοκιων, τά ([[πρωτότοκος]]), in the Sept. [[also]] πρωτοτοκεια (others, πρωτοτοκεια (cf. Chandler § 99), [[πρωτοτόκια]], [[manuscript]] Venet., Aq.), for בְּכורָה, [[primogeniture]], the [[right]] of the firstborn (in classical Greek ἡ [[πρεσβεία]], and τό [[πρεσβεῖον]]): [[Philo]] repeats the [[word]] [[after]] the Sept. in his alleg. legg. 3,69; sacrif. Abel. § 5. Occasionally [[also]] in Byzantine writings.) | |txtha=πρωτοτοκιων, τά ([[πρωτότοκος]]), in the Sept. [[also]] πρωτοτοκεια (others, πρωτοτοκεια (cf. Chandler § 99), [[πρωτοτόκια]], [[manuscript]] Venet., Aq.), for בְּכורָה, [[primogeniture]], the [[right]] of the firstborn (in classical Greek ἡ [[πρεσβεία]], and τό [[πρεσβεῖον]]): [[Philo]] repeats the [[word]] [[after]] the Sept. in his alleg. legg. 3,69; sacrif. Abel. § 5. Occasionally [[also]] in Byzantine writings.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τα / [[πρωτοτόκια]], ΝΜΑ [[πρωτότοκος]]<br /><b>1.</b> τα δικαιώματα του πρωτοτόκου<br /><b>2.</b> (στην ΠΔ) [[δικαίωμα]] του πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. [[διπλή]] [[μοίρα]] από την πατρική [[κληρονομιά]], ιδιαίτερη [[ευλογία]] του [[πατέρα]] και κάποια [[αυθεντία]] [[πάνω]] στους νεώτερους αδελφούς, [[αφού]] έπαιρνε τη [[θέση]] του [[πατέρα]] ως επικεφαλής του γένους. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρωτοτόκια:''' τά, δικαιώματα πρωτότοκου, πατρογονικά δικαιώματα, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρωτοτόκια''': τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρωτοτόκια]], ων, τά,<br />the rights of the [[first]]-[[born]], [[birthright]], NTest. [from [[πρωτοτόκος]] | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':prwtotÒkia 普羅拖-拖企阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':(最)以前-生產 相當於: ([[בְּכֹרָה]]‎)<br />'''字義溯源''':長子名分,與生俱來的權利;源自([[πρωτότοκος]])=首生的),由([[πρῶτος]])=首要的)與([[τίκτω]])*=生產)組成,而 ([[πρῶτος]])出自([[πρό]])*=前)。以色列人長子名分的權利與義務,普通包括:承繼產業時長子得雙分,其他兒子只得一分。長子乃是全家之首,他也要供應他母親生活所需,直至她故去;也要照顧姐妹們,直至她們結婚為止。參讀 ([[πρῶτος]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 長子名分(1) 來12:16 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:19, 1 December 2022
English (LSJ)
τά, with v.l. πρωτοτοκεῖα, primogeniture, right of primogeniture, rights of the first-born, birthright, LXX Ge.25.32, Ep.Hebr.12.16; οὐκ ἐγενεαλογήθη εἰς πρωτοτόκια = he was not registered for primogeniture, LXX 1 Ch.5.1.
French (Bailly abrégé)
ίων (τά) :
c. πρωτοτοκεῖα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτοτόκια -ων, τά [πρωτότοκος] eerstgeboorterecht.
Russian (Dvoretsky)
πρωτοτόκια: v.l. πρωτοτοκεῖα τά первородство, тж. право первородства NT.
English (Strong)
from πρωτότοκος; primogeniture (as a privilege): birthright.
English (Thayer)
πρωτοτοκιων, τά (πρωτότοκος), in the Sept. also πρωτοτοκεια (others, πρωτοτοκεια (cf. Chandler § 99), πρωτοτόκια, manuscript Venet., Aq.), for בְּכורָה, primogeniture, the right of the firstborn (in classical Greek ἡ πρεσβεία, and τό πρεσβεῖον): Philo repeats the word after the Sept. in his alleg. legg. 3,69; sacrif. Abel. § 5. Occasionally also in Byzantine writings.)
Greek Monolingual
τα / πρωτοτόκια, ΝΜΑ πρωτότοκος
1. τα δικαιώματα του πρωτοτόκου
2. (στην ΠΔ) δικαίωμα του πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. διπλή μοίρα από την πατρική κληρονομιά, ιδιαίτερη ευλογία του πατέρα και κάποια αυθεντία πάνω στους νεώτερους αδελφούς, αφού έπαιρνε τη θέση του πατέρα ως επικεφαλής του γένους.
Greek Monotonic
πρωτοτόκια: τά, δικαιώματα πρωτότοκου, πατρογονικά δικαιώματα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοτόκια: τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.
Middle Liddell
πρωτοτόκια, ων, τά,
the rights of the first-born, birthright, NTest. [from πρωτοτόκος
Chinese
原文音譯:prwtotÒkia 普羅拖-拖企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(最)以前-生產 相當於: (בְּכֹרָה)
字義溯源:長子名分,與生俱來的權利;源自(πρωτότοκος)=首生的),由(πρῶτος)=首要的)與(τίκτω)*=生產)組成,而 (πρῶτος)出自(πρό)*=前)。以色列人長子名分的權利與義務,普通包括:承繼產業時長子得雙分,其他兒子只得一分。長子乃是全家之首,他也要供應他母親生活所需,直至她故去;也要照顧姐妹們,直至她們結婚為止。參讀 (πρῶτος)同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 長子名分(1) 來12:16