κέρχνος: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(20)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].———————— <b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].———————— <b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].———————— <b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].———————— <b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)].
}}
{{elnl
|elnltext=κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρχνος Medium diacritics: κέρχνος Low diacritics: κέρχνος Capitals: ΚΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: kérchnos Transliteration B: kerchnos Transliteration C: kerchnos Beta Code: ke/rxnos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A = κέγχρος, Hsch.s.v.κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.
κέρχν-ος (B), ὁ,

   A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κ. S.Fr.279.    2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27.    b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128.    II silverdust, Poll.7.99.    III = κέρνος, IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).
κέρχν-ος (C), ον,

   A rough, hoarse: τὸ κ. Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 rugosité d’une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.

Greek Monolingual

(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].———————— (II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].———————— (III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.