αἰχμάλωτος: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰχμάλωτος:''' [ᾰ]-ον<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του [[δόρατος]], αυτός που έχει συλληφθεί [[αιχμάλωτος]] σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως [[δούλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰχμάλωτον λαμβάνειν</i>, <i>ἄγειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· <i>αἰχμάλωτον [[γίγνεσθαι]]</i>, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λάφυρα]], [[λεία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[αἰχμαλωτικός]]· [[δουλοσύνη]] [[αἰχμάλωτος]], [[αιχμαλωσία]], [[δουλεία]], τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''αἰχμάλωτος:''' [ᾰ]-ον<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του [[δόρατος]], αυτός που έχει συλληφθεί [[αιχμάλωτος]] σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως [[δούλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰχμάλωτον λαμβάνειν</i>, <i>ἄγειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· <i>αἰχμάλωτον [[γίγνεσθαι]]</i>, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λάφυρα]], [[λεία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[αἰχμαλωτικός]]· [[δουλοσύνη]] [[αἰχμάλωτος]], [[αιχμαλωσία]], [[δουλεία]], τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰχμάλωτος:''' (ᾰλ)<br /><b class="num">1)</b> добытый в бою, т. е. взятый в плен ([[ἀνήρ]] Her.; ἡ [[Λάκαινα]] [[Ἑλένη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> захваченный в бою или на войне (χρήματα Aesch.; [[νῆες]] Xen.; πόλεις, [[χώρα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> сопряженный с пленением ([[δουλοσύνη]] Her.; [[εὐνή]] Aesch.).<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ пленник, пленника Aesch., Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr.223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag.1440, S.Tr.417:— αἰχμάλωτοι prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰ. λαμβάνειν, ἄγειν take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰ. γίγνεσθαι to be taken, ib.3.1.7; of things, αἰ. χρήματα A.Eu.400, cf. Ag.334, D.19.139; νῆες X.HG 2.3.8, IG2.789; τὰ αἰ. booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57. II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰ. such as awaits a captive, Hdt.9.76; εὐνά A.Th.364 (lyr.); τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157. III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμάλωτος: -ον, ὁ τῇ αἰχμῇ ἁλούς, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ, ὁ ἀπαχθεὶς ὡς δοῦλος, Ἡρόδ. 6. 79, 134· ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, ὡς περὶ Κασσάνδρας καὶ Ἰόλης, Αἰσχ. Ἀγ. 1440, Σοφ. Τρ. 417· πρβλ. δοριάλωτος: - αἰχμάλωτοι, οἱ ἐν πολέμῳ συλληφθέντες, Ἀνδοκ. 32. 7, Θουκ. 3. 70· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνειν αἰχμάλ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37., 4. 4, 1· αἰχμ. γίγνεσθαι, συλλαμβάνεσθαι, αὐτόθι 3. 1, 7· ἐπὶ πραγμάτων, αἰχμ. χρήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 400· πρβλ. Ἀγ. 334, Δημ. 384. 13· νέες Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὰ αἰχμάλωτα, ἡ λεία, τὰ λάφυρα, αὐτόθι 4. 1, 26, Ἀνάβ. 5. 9, 4. ΙΙ. = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμ., δουλεία οἵα ἀναμένει τὸν αἰχμάλωτον, Ἡρόδ. 9. 76· εὐνή, Αἰσχύλ. Θ. 364.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pris à la guerre (litt. à la pointe de la lance) ; subst. οἱ αἰχμάλωτοι les prisonniers de guerre ; subst. τὸ αἰχμάλωτον le butin de guerre;
2 qui concerne un prisonnier de guerre ; αἰχμάλωτος εὐνή ESCHL couche d’une captive.
Étymologie: αἰχμή, ἁλίσκομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1conquistado militarmente, capturado al enemigo, de cosas, ciu., etc. ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασιν A.A.334, χρήματα A.Eu.400, ὅπλα E.Heracl.695, cf. D.19.139, νῆες X.HG 2.3.8, cf. Plb.1.28.7, D.C.51.1.2, πλοῖα Plb.1.61.8, πηδάλια IG 22.1607.17, cf. 1610.23 (ambas IV d.C.), χώρα Plu.Pomp.31, μηχανήματα D.C.68.9.3
•subst. τὰ αἰχμάλωτα botín X.HG 4.1.26, 4.6.6.
2 de pers. prisionero, cautivo Hdt.6.79, A.Fr.47a.1.13, And.4.22, φυγάδες Plb.21.32c.3, cf. PLille 3.66 (II a.C.), PPetr.2.29e.1 (III a.C.), φρούρια D.C.Epit.71.10, αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομεν E.Heracl.962, νομίζειν εἰλῆφθαι ταύτην αἰχμάλωτον X.Cyr.3.1.37, ἄγειν X.Cyr.4.4.1, αἰ. γίγνεσθαι X.Cyr.3.1.7, IG 22.657.20 (III a.C.), ICr.2.5.19.6 (Axo II a.C.), τοὺς ἐχθροὺς αἰχμαλώτους κεχειρωμένους Pl.Lg.919a, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ... κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν LXX Is.61.1 (= Eu.Luc.4.18, Ep.Barn.1.4.9)
•subst. ἡ αἰ. la cautiva, la esclava ἥ τ' αἰχμάλωτος ἥδε A.A.1440, cf. S.Tr.417, E.Andr.908, Men.Mis.A37
•subst. τὸ αἰ. esclavo D.S.13.57.
3 del cautivo, propio de prisionero δουλοσύνη Hdt.9.76, εὐνὰν αἰχμάλωτον A.Th.364, τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157.
II desterrado c. gen. παραδείσου de Judas, Eus.Alex.Serm.M.86.533A.
III ἡ αἰ. cierto enyesado Aët.15.20.
English (Abbott-Smith)
αἰχμάλωτος, -ον (< αἰχμή, a spear, ἁλίσκομαι, to be taken), [in LXX chiefly for שָׁבָה, גּוֹלָה ;]
captive: Lk 4:18 (LXX). †
English (Strong)
from aichme (a spear) and a derivative of the same as ἅλωσις; properly, a prisoner of war, i.e. (genitive case) a captive: captive.
English (Thayer)
(from αἰχμή, a spear and ἁλωτός, verbal adjective from ἁλῶναι, properly, taken by the spear) (from Aeschylus down), captive: Luke 4:18 (19).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αἰχμάλωτος, -ον)
(στα αρχ. επίθετο, στα νεοελλ. με ουσιαστική κυρίως χρήση) αυτός που συλλαμβάνεται σε μάχη ή που μόνος του παραδίνεται στον εχθρό
(νεοελλ.-μσν.) δούλος, σκλάβος
νεοελλ.
ο χωρίς αυτοβουλία, εξαρτημένος, υποτελής, υποχείριος, δέσμιος
αρχ.
1. λέγεται και για πράγματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ αἰχμάλωτα, λεία, λάφυρα
3. αἰχμαλωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + ἁλωτὸς < ἁλίσκομαι (βλ. λ. αιχμή).
ΠΑΡ. αἰχμαλῶ, αἰχμαλωσία, αἰχμαλωτίζω
αρχ.
αἰχμαλωτικός, αἰχμαλωτεύω.
Greek Monotonic
αἰχμάλωτος: [ᾰ]-ον
I. αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του δόρατος, αυτός που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως δούλος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· τὰ αἰχμάλωτα, λάφυρα, λεία, στον ίδ.
II. = αἰχμαλωτικός· δουλοσύνη αἰχμάλωτος, αιχμαλωσία, δουλεία, τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμάλωτος: (ᾰλ)
1) добытый в бою, т. е. взятый в плен (ἀνήρ Her.; ἡ Λάκαινα Ἑλένη Eur.);
2) захваченный в бою или на войне (χρήματα Aesch.; νῆες Xen.; πόλεις, χώρα Plut.);
3) сопряженный с пленением (δουλοσύνη Her.; εὐνή Aesch.).
II ὁ и ἡ пленник, пленника Aesch., Thuc.