μόρφνος: Difference between revisions
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μόρφνος:''' ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] ως προς το [[χρώμα]], Λατ. [[furvus]], (από την [[ὄρφνη]] με το <i>μ</i> να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.). | |lsmtext='''μόρφνος:''' ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] ως προς το [[χρώμα]], Λατ. [[furvus]], (από την [[ὄρφνη]] με το <i>μ</i> να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόρφνος:''' с темным оперением, темный ([[αἰετός]] Hom., Hes.; [[γένος]] ἀετοῦ Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, epith. of an eagle, dub. sens., Il.24.316, Hes.Sc.134: taken to be a Subst. by Arist.HA618b25, Lyc.838; described as a vulture by Suid. (On the accent v. Hdn.Gr.1.173.)
German (Pape)
[Seite 209] Beiwort des Adlers, Il. 24, 316, wie Hes. Sc. 134, schon von den Alten verschieden erklärt, entweder für μορόφονος (Schol. Il. a. a. O. und Apoll. L. H. p. 113, 28), mordend, tödtlich, oder wahrscheinlicher von ὄρφνη, mit vorgeschlagenem μ, dunkelfarbig, schwarz, wie auch Arcad. 62, 9 μόρφνος ὁ μέλας statt μέγας zu lesen, an welcher Stelle auch der Accent ausdrücklich bemerkt ist; oder gar von μάρπτω, statt μάρφνος, ὁ συλλαμβάνων, ὁ ταχύς; Aristarch nahm es für eine besondere Adlerart; vgl. Arist. H. A. 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
μόρφνος: ὁ, ἐπίθ. ἀετοῦ, Ἰλ. Ω. 316, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 134· - πιθ. ἐδήλου χρῶμα, μέλας (ἐκ τοῦ ὄρφνη προτασσομένου τοῦ μ), Λατ. furvus· πρβλ. περκνός· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὴν λέξ. ὡς οὐσιαστ. ἴδε νηττοκτόνος, - Παρὰ τῷ Ἡσ. ἐσφαλμένως φέρεται μορφνός, πρβλ. Ἀρκάδ. 62. 9 (ἔνθα ὅμως ἀναγνωστέον μέλας ἀντὶ μέγας), πρβλ. ὡσαύτως Λοβεκ. Παραλ. 371. 344.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: cf. ὄρφνη.
English (Autenrieth)
a species of eagle, swampeagle, Il. 24.316†.
Greek Monolingual
μόρφνος και μορφνός, ὁ (Α)
1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός
2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός»
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η σημασιολογική συγγένεια με το ὀρφνός «σκοτεινός» δεν αποδεικνύει μια μεταξύ τους σχέση. Ο τ. μορφ-νός εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor-gwh- της ΙΕ ρίζας mer- «αστράφτω, λαμποκοπώ» (με παρέκταση χειλοϋπερωικού -gwh-) και συνδέεται με λιθουαν. margas «ποικιλόχρωμος» και το μορφή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα μόρτος, μόρυχος, μορύσσω, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mer- «λερώνω, βρόμικη κηλίδα». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι προήλθε με απλολογία από μορβο-φνος < mrgwo-gwhno- (πρβλ. αρχ. ινδ. m rga «μεγάλο πτηνό») και ghwen- «φονεύω» (πρβλ. θείν-ω)].
Greek Monotonic
μόρφνος: ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. σκούρος, σκοτεινός ως προς το χρώμα, Λατ. furvus, (από την ὄρφνη με το μ να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.).
Russian (Dvoretsky)
μόρφνος: с темным оперением, темный (αἰετός Hom., Hes.; γένος ἀετοῦ Arst.).