ἀπόφθεγμα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόφθεγμα:''' -ατος, τό ([[ἀποφθέγγομαι]]), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό [[ρητό]], [[απόφθεγμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀπόφθεγμα:''' -ατος, τό ([[ἀποφθέγγομαι]]), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό [[ρητό]], [[απόφθεγμα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόφθεγμα:''' ατος τό сжатое высказывание, изречение, меткое слово Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A terse pointed saying, apophthegm, of Theramenes, X.HG2.3.56; of Anaxagoras, Arist.Metaph.1009b26; of Pittacus, Id.Rh.1389a16; of the Spartans, ib.1394b34: in pl., title of work by Plu.
German (Pape)
[Seite 334] τό, Ausspruch, bes. eine witzige, sentenzenartige Antwort, Gedenkspruch, Xen. Hell. 2, 3, 24; Cic. fam. 9, 16 u. öfter; Plut., der Sammlungen von dergleichen gemacht hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόφθεγμα: τὸ, βραχὺ καὶ περιληπτικὸν λόγιον, εὐφυὴς ῥῆσις εὔστοχος ἀπάντησις, ὡς ἡ τοῦ Θηραμένους πρὸς τὸν Σάτυρον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· Ἀναξαγόρου δὲ καὶ ἀπόφθεγμα μνημονεύεται πρὸς τῶν ἑταίρων τινὰς Ἀριστ. Μεταφ. 3. 5, 13· ὥσπερ τὸ τοῦ Πιττακοῦ ἔχει ἀπόφθεγμα εἰς Ἀμφιάραον Ρητ. 2.12. 6· τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα αὐτόθι 21. 8. Ὁ Πλούταρχος ἐποίησε συλλογὴν ἀποφθεγμάτων.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
apophtegme, sentence, précepte.
Étymologie: ἀποφθέγγομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 sentencia en gener. aguda y breve apotegma Πιττακοῦ Arist.Rh.1389a15, cf. Sch.Il.10.249, Ἀναξαγόρου Arist.Metaph.1009b26, σοφῶν Plu.2.145e, 2.408e, τῆς Πυθιάδος D.C.62.13.3, τὰ ἀποφθέγματα τοῦ σωτῆρος Eu.Mariae en POxy.3525.14
•en plu. τὰ Λακωνικὰ ἀποφθέγματα Arist.Rh.1394b35, como tít. de algunos tratados de Plutarco, Plu.2.172b, 208a, c. valor más genérico, X.HG 2.3.56.
2 doctrina προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ ἀ. μου aguárdese como lluvia mi doctrina LXX De.32.2, μάταια ἀποφθέγματα LXX Ez.13.19.
Greek Monolingual
το (AM ἀπόφθεγμα) αποφθέγγομαι
σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό.
Greek Monotonic
ἀπόφθεγμα: -ατος, τό (ἀποφθέγγομαι), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό ρητό, απόφθεγμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόφθεγμα: ατος τό сжатое высказывание, изречение, меткое слово Xen., Arst., Plut.