εἴτε: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴτε:''' Δωρ. αἴ-τε, (<i>εἰ</i>, <i>τε</i>) γενικά [[συνήθως]] διπλό, [[εἴτε]]..., [[εἴτε]]..., Λατ. [[sive]]..., [[sive]], [[είτε]]..., [[είτε]]..., ή αυτό... ή εκείνο...· το πρώτο [[εἴτε]] κάποιες φορές παραλείπεται στους Ποιητές· το πρώτο [[εἴτε]] κάποιες φορές αντικαθίσταται από το <i>εἰ</i>, όπως <i>εἰ..</i>., [[εἴτε]]..., σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης χρησιμ. όπως το <i>εἰ</i> στις πλάγιες ερωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
|lsmtext='''εἴτε:''' Δωρ. αἴ-τε, (<i>εἰ</i>, <i>τε</i>) γενικά [[συνήθως]] διπλό, [[εἴτε]]..., [[εἴτε]]..., Λατ. [[sive]]..., [[sive]], [[είτε]]..., [[είτε]]..., ή αυτό... ή εκείνο...· το πρώτο [[εἴτε]] κάποιες φορές παραλείπεται στους Ποιητές· το πρώτο [[εἴτε]] κάποιες φορές αντικαθίσταται από το <i>εἰ</i>, όπως <i>εἰ..</i>., [[εἴτε]]..., σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης χρησιμ. όπως το <i>εἰ</i> στις πλάγιες ερωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἴτε:''' дор. [[αἴτε]] conj. (тж. εἴ … εἴ., εἴ. καὶ, … εἴ. [[καί]], εἴ. [[οὖν]] … εἴ. [[οὖν]], εἴ … ἤ, εἴ … ἠὲ [[καί]], εἰ … εἴ., ἢ … εἴ.) (и)ли … или, будь то … будь то: εἴτ᾽ [[οὖν]] καινὰ εἴ. παλαιά Plat. будь то новые или старые; λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργοισιν Soph. словами (ли) или делами.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴτε Medium diacritics: εἴτε Low diacritics: είτε Capitals: ΕΙΤΕ
Transliteration A: eíte Transliteration B: eite Transliteration C: eite Beta Code: ei)/te

English (LSJ)

Dor. αἴτε, generally doubled, εἴτε..εἴτε.., Lat.

   A sive..sive.., either..or.., whether..or.., so that two cases are put as equally possible or equivalent ; thrice repeated, S.El.606 ; εἴτ' οὖν.., εἴτε.. Id.OT1049 ; εἴτ' οὖν.., εἴτε καί.. A.Ag.843 ; εἴτ' οὖν.., εἴτ' οὖν.. Id.Ch.683 ; εἴτε.., εἴτ' ἄρ' οὖν.. S.Ph.345 ; εἴτε.., εἴτ' αὖ.. Pl. Phlb.34b ; εἴτε καί.., εἴτε καί.. Id.R.471d : with Substantives, τὴν εἴθ' ἡδονὴν εἴτε ἀπονίαν ἢ εὐστάθειαν Plu.2.1089d : the first εἴτε is sts. omitted in Poets, ξεῖνος, αἴτ' ὦν ἀστός Pi.P.4.78 ; αἰνεῖν, εἴτε με ψέγειν θέλεις A.Ag.1403 ; μύραινά γ', εἴτ' ἔχιδν' ἔφυ Id.Ch.1002 ; λόγοισιν, εἴτ' ἔργοισιν S.OT517, cf. Tr.236 ; and even in Prose, πόλις, εἴτε ἰδιῶται Pl.Lg.864a, cf. 907d, Sph.224e : the first εἴτε is sts. replaced by εἰ, as εἰ..εἴτε.., Lat. utrum..an.., v.l. in Hdt.3.35 ; εἰ.. εἴτε καί.. A.Ch.768 ; εἰ..εἴτε μή Id.Eu.468 ; εἰ μὲν.., εἴτε καὶ μή.. X.Cyr.2.1.7 ; sts. (ἠὲ καί.. v.l. in Il.2.349) stands for the second εἴτε, E.El.896, Pl.Phdr.277d, IG1.40.5 ; or for the first, S.Aj.178 (lyr.), E.Alc.115 (lyr.) ; εἴτε.. εἴτε.., c. subj. (cf. εἰ), v.l. in Archyt. ap Stob.3.1.105.    II in indirect questions, Od.3.90, etc. ; σκοπεῖτε εἴτ' ὀρθῶς λογίζομαι ταῦτ' εἴτε μή D.15.11.

German (Pape)

[Seite 747] εἴτε, entwederoder, sive – sive, sei es daßoder daß, das Gleichmögliche od. Gleichbedeutende ausdrückend, Hom. u. Folgde; εἴτ' οὖν – εἴτε καί, mag nun – oder auch, Aesch. Ag. 817; εἴτ' οὖν – εἴτ' οὖν, Ch. 672, wie Plat. Apol. 34 e; εἴτε – εἴτ' ἄρ' οὖν, Soph. Phil. 345; εἴτ' οὖν δικαίως εἴτε μή, El. 550; vgl. Plat. Legg. VII, 808 a; εἴτεεἴτε αὖ, Phil. 34 b; εἴτε καὶ – εἴτε καί, Rep. V, 471 b. – Bei den Tragg. fehlt zuweilen das erste εἴτε, z. B. σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις ὅμοιον Aesch. Ag. 1403, vgl. Ch. 988; πεπονθέναι λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν Soph. O. R. 516. Auch in Prosa, πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες Plat. Legg. IX, 864 a, u. häufiger so εἴτε καί, oder auch, z. B. κατ' ἐμαυτὸν εἴτε καὶ πρὸς ἕτερον Soph. 217 b, vgl. 224 e Tim. 56 d. Es entsprechen sich auch εἰ – εἴτε, z. B. εἰ δικαίως εἴτε μή, κρῖνον Aesch. Eum. 446. 582; Soph. O. R. 92; Xen. An. 6, 4, 20; εἴτε – ἤ, Eur. El. 901; Plat. Phaedr. 277 d; ἢ – εἴτε, Eur. Alc. 112. – In der indirekten Frage: ob – oderob, οὐ γάρ τις δύναται σάφα εἰπέμεν εἴθ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου δάμη – εἴτε καὶ ἐν πελάγει, Od. 3, 90; ἄγνοια ἦν, εἴτε Ἀμπρακιώτης τίς ἐστιν εἴτε Πελοποννήσιος Thuc. 3, 111; ἐβουλεύοντο εἴτε κατακαύσωσιν εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται 2, 4, u. sonst in Prosa u. bei Tragg., vgl. Soph. Ant. 38; Plat. Men. 71 a; εἴτε διδακτὸν εἴτε οὐ διδακτόν 86 d; vgl. Eur. Cycl. 427; σκεψώμεθα, εἴτε ἄρα ἐν ᾅδου εἰσὶν αἱ ψυχαὶ – εἴτε καὶ οὔ Plat. Phaed. 70 c; μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του, εἴτε μή Lys. 204 b; Men. 87 a; σκοπεῖσθε εἴτ' ὀρθῶς λογίζομαι, εἴτε καὶ μή Dem. 15, 11; auch εἴτε – ἤ, Plat. Legg. XI, 938 b; γνώμεναι, εἴτε ψεῦδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί Il. 2, 350; εἰ – εἴτε, Her. 3, 35; εἰ δ' ἔτ' ἐστὶν ἔμψυχος γυνή, εἴτ' οὖν ὄλωλεν Eur. Alc. 140; εἰ μὲν ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν –, εἴτε καὶ μή, αὖθις συμβουλευσόμεθα Xen. Cyr. 2, 1, 7; im zweiten Gliede einer Doppelfrage allein, ποῦ γῆς; πατρῴας εἴτε βαρβάρου λέγε Soph. Tr. 236. Vgl. ὁπότερος.

Greek (Liddell-Scott)

εἴτε: Δωρ. αἴτε, συνήθως δὶς τιθέμενον, εἴτε..., εἴτε..., Λατ. sive..., sive =, θεωρουμένων τῶν δύο μερῶν ὡς ἰσοδυνάμων· ἐν Σοφ. Ἠλ. 606 ἐπαναλαμβάνεται τρίς, κήρυσσέ μ’ εἰς ἅπαντας, εἴτε χρῇς κακὴν εἴτε στόμαργον εἴτ’ ἀναιδείας πλέαν: - παρ’ Ὁμ. μετὰ τὸ πρῶτον εἴτε ἐνίοτε τίθεται ἠὲ καί, (ὅπερ ὅμως γράφεται νῦν εἴ τε καὶ) Ἰλ. Β. 394, κτλ.· εἴτ’ οὖν..., εἴτε..., Σοφ. Ο. Τ. 1049· εἴτ’ οὖν..., εἴτε καὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 843· εἴτ’ οὖν..., εἴτ’ οὖν..., ὁ αὐτ. Χο. 683· εἴτε..., εἴτ’ ἄρ’ οὖν..., Σοφ. Φ. 345· εἴτε..., εἴτ’ αὖ Πλάτ. Φίλ. 34Β· εἴτε καὶ..., εἴτε καὶ..., ὁ αὐτ. Πολ. 471D: - τὸ πρῶτον εἴτε ἐνίοτε παραλείπεται ὑπὸ τῶν ποιητῶν, ξεῖνος, αἴτ’ οὖν ἀστὸς Πινδ. ΙΙ. 4. 138· αἰνεῖν, εἴτε με ψέγειν θέλεις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1403· μύραινά γ’, εἴτ’ ἔχιδν’ ἔφυ ὁ αὐτ. Χο. 994· λόγοισιν, εἴτ’ ἔργοισιν Σοφ. Ο. Τ. 517, πρβλ. Τρ. 136· ἔτι δὲ καὶ παρὰ πεζοῖς, πόλις, εἴτε ἰδιῶται Πλάτ. Νόμ. 864Α, πρβλ. 907D, Σοφ. 224Ε· τὸ πρῶτον εἴτε ἐνίοτε ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ εἰ, ὡς εἰ..., εἴτε..., utrum... an..., Ἡρόδ. 3. 35, Αἰσχύλ. Χο. 768, Εὐμ. 468, κτλ.· εἰ μὲν..., εἴτε..., Ξεν. Κύρ. 2. 1, 7· ἐνίοτε τίθεται ἢ ἀντὶ τοῦ δευτέρου εἴτε, Εὐρ. Ἠλ. 895, Πλάτ. Φαῖδρ. 277D· ἢ ἀντὶ τοῦ πρώτου, Σοφ. Αἴ. 178, Εὐρ. Ἄλκ. 114. ΙΙ. ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς τὸ εἰ ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, Ὀδ. Γ. 90, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ., πρβλ. εἰ Β. 5.

French (Bailly abrégé)

conj.
et si, ou si, soit, soit que :
1 dans le disc. direct εἴτεεἴτε soit… soit ; αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις ESCHL que tu veuilles m’approuver ou me blâmer ; λόγοισιν εἴτ’ ἔργοισιν SOPH soit par des paroles, soit par des actes ; εἴτε… ἤ EUR, εἴτε… ἠὲ καί IL soit que… ou même que ; εἰεἴτε, ἤ… εἴτε si… ou si, soit que… soit que;
2 dans le disc. indir. si… ou si.
Étymologie: εἰ, τε.

English (Autenrieth)

see εἰ.

English (Slater)

εἴτε v. αἴτε, ὡσείτε.

Spanish (DGE)

conj.
1 introd. or. disyuntiva:
a) repetida o ... o, bien ... bien, ya ... ya εἴτ' ἄρ' ὅ γ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴθ' ἑκατόμβης bien se queja por una plegaria bien por una hecatombe, Il.1.65, κήρυσσέ μ' εἰς ἅπαντας, εἴτε χρὴ κακήν, εἴτε στόμαργον, εἴτ' ἀναιδείας πλέαν S.El.606, εἴτε δυστυχὴς εἴτ' εὐτυχής ἔφυς E.Alc.685, ἀπολέσασα μνήμην εἴτ' αἰσθήσεως εἴτ' αὖ μαθήματος Pl.Phlb.34b, εἰ ... φονε̄́ς ἐσστι εἴ. τōν ἀνδρōν εἴ. τᾶς φαρθένο si es un homicida ya sea de los hombres ya de la doncella, SMSR 13.1937.58 (Mantinea V a.C.), εἴτε μείζων ἐστὶν οὗτος εἴτε ἐλάττων Is.2.46, cf. Men.Fr.372.3;
b) repetida y reforzada c. partíc. εἴτ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι λέγω ya esté yo hablando de un vivo o de un muerto A.A.843, εἴτ' οὖν ... εἴτε καί S.OT 1049, λέγοντες, εἴτ' ἀληθὲς εἴτ' ἀρ' οὖν μάτην S.Ph.345, εἴτε ... εἴτε μέντοι καί Hp.Art.63;
c) tb. c. repetición de la partíc. εἴτ' οὖν κομίζειν δόξα νικήσει φίλων, εἴτ' οὖν μέτοικον εἰς τὸ πᾶν αἰεὶ ξένον θάπτειν A.Ch.683, εἴτε καί ... εἴτε καί Pl.R.471d, Plb.5.47.4;
d) impl. en el primer miembro σὺ δ' αἰνεῖν εἴτέ με ψέγειν θέλεις, ὅμοιον me da igual que quieras elogiarme o censurarme A.A.1403, μύραινά γ' εἴτ' ἔχιδν' ἔφυ A.Ch.994, λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν S.OT 517, πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες Pl.Lg.864a, cf. 907d, Sph.224e, tb. en interr. dir. ποῦ γῆς; πατρῴας εἴτε βαρβάρου; λέγε ¿en qué tierra, patria o extranjera? Dímelo S.Tr.236;
e) c. εἰ o ἤ en el primer miembro ἢ πενταθλεύων ... εἴτε παλαίων Xenoph.2.3, ἢ Λυκίαν εἴτ' ἐπὶ τὰς ἀνύδρους Ἀμμωνιάδας ἕδρας ya a Licia, ya a la árida sede de Amón E.Alc.115, εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ si con soldados o solo A.Ch.768, tb. en interr. dir. ἤ ... εἴτε ...; S.Ai.178;
f) c. ἢ en el segundo miembro εἴτε Λυσίας ἤ τις ἄλλος πώποτε ἔγραψεν Pl.Phdr.277d, εἴτ' οὖν ... ἤ E.IT 272, cf. El.896, Aret.SD 2.1.15, tb. c. εἴτε repetido τὴν εἴθ' ἡδονὴν ταύτην εἴτ' ἀπονίαν ἢ εὐστάθειαν ἄνω καὶ κάτω μετερῶντες Plu.2.1089d.
2 en or. interr. indir.:
a) repetida o ... o, ya ... ya, si ... si οὐ γάρ τις δύναται ... εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν, εἴθ' ... ἐπ' ἠπείρου δάμη ... εἴτε καὶ ἐν πελάγει Od.3.90, σύ νυν μάθε [αὐτὸς] εἴτε λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα εἴτε αὐτοὶ λέγοντες ταῦτα παραφρονέουσι Hdt.3.35, φράσασθαι ... εἴτ' ἔνεστιν ἐν τῷ ὀστέῳ εἴτε μὴ ἔνεστιν Hp.VC 12, σκοπεῖτε εἴτ' ὀρθῶς λογίζομαι ταῦτ' εἴτε μή D.15.11;
b) εἰ ... εἴτε: σὺ δ' εἰ δικαίως εἴτε μή, κρῖνον δίκην dicta sentencia tú sobre si justamente o no (obré), A.Eu.468, εἰ μὲν ... εἴτε καὶ μή, αὖθις συμβουλευσόμεθα X.Cyr.2.1.7, εἰ θανεῖν ἡμᾶς χρεών ... εἴθ' ὁρᾶν φάος E.Io 1121;
c) δι[α] χειροτονε͂σαι ... εἴ. φόρον δοκεῖ τάττɛ̄ν τὸν δε̄́μον ... ἒ ... IG 13.61.5 (V a.C.), cf. αἴτε.

• Etimología: Aglutinación de εἰ y el enclít. τε.

English (Strong)

from εἰ and τέ; if too: if, or, whether.

Greek Monolingual

(AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε)
(διαζευκτικός σύνδεσμος)
1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα
συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφασηεἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι λέγω», Αισχ.)
β) απλές έννοιες όπως ουσιαστικά, επίθετα κ.λπ. («τὴν εἴθ' ἡδονὴν εἴτε ἀπονίαν ἠ εὐστάθειαν», Πλούτ.)
συχνά το πρώτο από τα δύο είτε παραλείπεται («πόλις εἴτε ἰδιῶταί τινες», Πλάτ.)
2. συχνά το πρώτο είτε αντικαθίσταται
α) με το εἰ («μάθε, εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα, εἴτε αὐτοὶ λέγοντες ταῡτα παραφρονέουσι», Ηρόδ.)
β) με το («ἤ ῥα κλυτῶν ἐνάρων ψευσθεῑσα δώροις εἴτ' ἐλαφαβολίας;», Σοφ.)
3. χρησιμοποιείται σε πλάγιες ερωτήσεις αντί για το εισάφα εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν εἴθ' ὅγ' ἐπ' ἠπείρου..., εἴτε καὶ ἐν πελάγει», Οδ.)
μσν.
1. ότι (ειδικό)
2. «εἴτε δέ» — αλλιώς, ειδεμή.

Greek Monotonic

εἴτε: Δωρ. αἴ-τε, (εἰ, τε) γενικά συνήθως διπλό, εἴτε..., εἴτε..., Λατ. sive..., sive, είτε..., είτε..., ή αυτό... ή εκείνο...· το πρώτο εἴτε κάποιες φορές παραλείπεται στους Ποιητές· το πρώτο εἴτε κάποιες φορές αντικαθίσταται από το εἰ, όπως εἰ..., εἴτε..., σε Ηρόδ., Τραγ.
II. επίσης χρησιμ. όπως το εἰ στις πλάγιες ερωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εἴτε: дор. αἴτε conj. (тж. εἴ … εἴ., εἴ. καὶ, … εἴ. καί, εἴ. οὖν … εἴ. οὖν, εἴ … ἤ, εἴ … ἠὲ καί, εἰ … εἴ., ἢ … εἴ.) (и)ли … или, будь то … будь то: εἴτ᾽ οὖν καινὰ εἴ. παλαιά Plat. будь то новые или старые; λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργοισιν Soph. словами (ли) или делами.