κατατρέχω: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατ-έδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ναυτικούς, [[προσορμίζομαι]], αποβιβάζομαι βιαστικά, σε Ξεν.· μεταφ., κ. [[ἄστυ]], [[έρχομαι]] σε [[λιμάνι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κατατρέχω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], <i>χώραν</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''κατατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατ-έδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ναυτικούς, [[προσορμίζομαι]], αποβιβάζομαι βιαστικά, σε Ξεν.· μεταφ., κ. [[ἄστυ]], [[έρχομαι]] σε [[λιμάνι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κατατρέχω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], <i>χώραν</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατατρέχω:''' (fut. καταδρᾰμοῦμαι, aor. 2 [[κατέδραμον]], pf. καταδεδράμηκα)<br /><b class="num">1)</b> сбегать, спускаться бегом ([[κάτω]], ἀπὸ τῶν [[ἄκρων]] Her.; ἐπὶ τὴν θάλατταν Xen.; καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Arph.);<br /><b class="num">2)</b> спускаться (с корабля) на берег, высаживаться (εἰς Ἰταλίαν Polyb.): ναῦται καταδεδραμηκότες Xen. морской десант;<br /><b class="num">3)</b> приставать, причаливать ([[ξένιον]] [[ἄστυ]] Pind.; εἰς τὰ ἐμπόρια Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> совершать набег(и), опустошать (набегами), разорять (τὴν Αἴγιναν Thuc.; χώραν Thuc., Plut.; εἰς τὸ [[χωρίον]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> устремляться, набрасываться (ἐπί τινα NT);<br /><b class="num">6)</b> обрушиваться (с порицаниями), нападать, бранить (τὴν Σπάρτην Plat.; τῶν μάντεων Diog. L.; τινός Plut., Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 inf. καταθρέξαι only in Hsch.: aor. 2
A κατέδρᾰμον Ar.Ec.961, etc.: pf. -δεδράμηκα [ᾰμ] X.HG4.7.6:—Pass., aor. inf. καταδρᾰμηθῆναι Heph.Astr.1.21:—run down, Ar.l.c.; ἀπὸ τῶν ἄκρων Hdt.7.192; κάτω Id.3156; ἐπὶ θάλατταν X. An.7.1.20; ἐπί τινας Act.Ap.21.32. 2 of seamen or passengers by sea, run to land, disembark, X.HG5.1.12; εἰς ἐμπόρια Plb.3.91.2: metaph., κ. ξένιον ἄστυ come to a haven in... f.l. in Pi.N.4.23. II trans., run down, inveigh against, τὴν Σπάρτην Pl.Lg.806c, cf. Diog.Oen.12, D.C.50.2, etc.: more freq. c. gen., Phld.Vit.p.42 J., etc.; κ. τῶν μάντεων D.L.2.135; τῶν συνόντων τοῖς δυνάσταις D.C.61.10; τῆς μέθης Ath.1.1ce; Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος Id.5.22oc, cf. A.D.Synt.100.19; κατὰ τῆς βουλῆς, κατὰ τῆς μοναρχίας, D.C.36.44, 66.13. 2 overrun, ravage, lay waste, τῆς Σαλαμῖνος τὰ πολλά Th.2.94, cf. 8.92, Dionys. Com.3.5, D.S.2.44, Luc.Alex.2, etc., oppress, τοὺς γεωργούς PTeb. 41.30 (ii B.C.). 3 run over, c. gen., κὰδ δ' ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος Theoc.22.204. 4 pursue, LXX Le.26.37. 5 hurry, Plu.2.512e. 6 slip down, of a bandage, Gal.18(1).829.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι: ἀόρ. κατέδρᾰμον: πρκμ. καταδεδράμηκα. Τρέχω πρὸς τὰ κάτω, καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 961· ἀπὸ τῶν ἄκρων Ἡρόδ. 7. 192· κάτω ὁ αὐτ. 3. 156· ἐπὶ τὴν θάλατταν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20. 2) ἐπὶ ναυτῶν, προσορμίζομαι, ἐν σπουδῇ ἀποβιβάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12·- ἐπὶ πλοίου, κ. εἰς ἐμπόρια Πολύβ. 3. 91, 2· μεταφορ., κ. ξένιον ἄστυ, ἔρχομαι εἰς λιμένα, προσορμίζομαι εἰς…, Πινδ. Ν. 4. 38. ΙΙ. μεταβατ., «κατατρέχω», ὀνειδίζω, κατηγορῶ, συκοφαντῶ, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 806C· πολλὰ τὸν Καίσαρα κατέδραμε Δίων Κ. 50, 2· κ. καὶ κατηγορεῖν ὁ αὐτ. 46. 2· συχνότερον μετὰ γεν., κ. τῶν μάντεων Διογ. Λ. 2. 135· τῆς μέθης Ἀθήν. 10Ε· Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος ὁ αὐτ. 220C, κτλ.· κατὰ τινος Δίων Κ. 36. 27., 66. 13· ὡσαύτως, κατ. τινὶ ὁ αὐτ. 61. 10. 2) ἐπιτρέχω, ἐνεργῶ ἐπιδρομήν, λεηλατῶ, καταστρέφω, τὴν χώραν καταδραμόντες καὶ λείαν λαβόντες Θουκ. 2. 94· κατεδεδραμήκεσαν τὴν Αἴγιναν 8. 92, 99· κατατρέχει καὶ ἀπειλεῖ Ἡρῳδιαν. 6. 5, 14, ὁ αὐτ. συνάπτει κ. καὶ λυμαίνεσθαι· πρβλ. Wess. εἰς Διόδ. 2. 44· ὁ Σουΐδ. «κατατρέχειν, ληΐζεσθαι, δῃοῦν, πορθεῖν»·-τρέχω ὑπεράνω, καταλαμβάνω, κὰδ’ δ’ ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος Θεόκρ. 22. 204· παρ’ Ἡσύχ. καὶ ὁ τύπος τοῦ ἀορ. «καταθρέξαι· καταδραμεῖν».
French (Bailly abrégé)
f. καταδραμοῦμαι, ao.2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα;
1 descendre en courant : ἀπὸ τῶν ἄκρων HDT des hauteurs ; particul. débarquer en hâte;
2 courir contre, faire des incursions contre ou à travers, acc..
Étymologie: κατά, τρέχω.
English (Strong)
from κατά and τρέχω; to run down, i.e. hasten from a tower: run down.
English (Thayer)
(καταυγάζω) 1st aorist infinitive καταυγασαι; to beam down upon; to shine forth, shine brightly: L marginal reading Tr marginal reading, where others αὐγάσαι which see; cf. φωτισμός, b.; (transitive, Heliodorus 5,31).]
Greek Monolingual
(AM κατατρέχω)
νεοελλ.
μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον
2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, -η, -ον
κυνηγημένος από άλλους ανθρώπους ή δοκιμασμένος από τη μοίρα
μσν.
1. ρίχνω κάτω, καταστρέφω κάτι
2. προστρέχω κάπου
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ανυπόληπτος
αρχ.
1. τρέχω προς τα κάτω
2. (για ναύτες) αποβιβάζομαι βιαστικά
3. ονειδίζω, κατηγορώ, συκοφαντώ
4. καταδυναστεύω, καταπιέζω κάποιον
5. ενεργώ επιδρομή, λεηλατώ, καταστρέφω
6. επέρχομαι
7. (για επιδέσμους) μετατοπίζομαι από τη θέση μου, γλιστρώ προς τα κάτω.
Greek Monotonic
κατατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ κατ-έδρᾰμον·
I. 1. τρέχω προς, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για ναυτικούς, προσορμίζομαι, αποβιβάζομαι βιαστικά, σε Ξεν.· μεταφ., κ. ἄστυ, έρχομαι σε λιμάνι, σε Πίνδ.
II. μτβ., κατατρέχω, αφανίζω, ερημώνω, χώραν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατατρέχω: (fut. καταδρᾰμοῦμαι, aor. 2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα)
1) сбегать, спускаться бегом (κάτω, ἀπὸ τῶν ἄκρων Her.; ἐπὶ τὴν θάλατταν Xen.; καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Arph.);
2) спускаться (с корабля) на берег, высаживаться (εἰς Ἰταλίαν Polyb.): ναῦται καταδεδραμηκότες Xen. морской десант;
3) приставать, причаливать (ξένιον ἄστυ Pind.; εἰς τὰ ἐμπόρια Polyb.);
4) совершать набег(и), опустошать (набегами), разорять (τὴν Αἴγιναν Thuc.; χώραν Thuc., Plut.; εἰς τὸ χωρίον Arst.);
5) устремляться, набрасываться (ἐπί τινα NT);
6) обрушиваться (с порицаниями), нападать, бранить (τὴν Σπάρτην Plat.; τῶν μάντεων Diog. L.; τινός Plut., Sext.).