προσπτύσσω: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσπτύσσω:'''<b class="num">Α.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ. <b>Β. I.</b> [[κυρίως]] ως αποθ., <i>προσ-πτύσσομαι</i>, Δωρ. <i>ποτι-πτ-</i>· μέλ. <i>-πτύξομαι</i>, παρακ. <i>προσ-έπτυγμαι</i> · λέγεται για [[ένδυμα]], διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, [[αγκαλιάζω]], προσπτύσσετο πλευραῖσιν [[χιτών]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> [[αγκαλιάζω]] τον κόρφο κάποιου, [[σφιχταγκαλιάζω]], περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[στόμα]] γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. — Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ασπάζομαι]], [[χαιρετώ]] ένθερμα, [[καλωσορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσπτύσσω]] τινά τι, [[απευθύνω]] φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· <i>προσπτύσσεσθαι μύθῳ</i>, [[ικετεύω]] ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· <i>θεῶνδαῖτας προσπτύσσεσθαι</i>, [[καλωσορίζω]], [[χαιρετίζω]] τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ. | |lsmtext='''προσπτύσσω:'''<b class="num">Α.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ. <b>Β. I.</b> [[κυρίως]] ως αποθ., <i>προσ-πτύσσομαι</i>, Δωρ. <i>ποτι-πτ-</i>· μέλ. <i>-πτύξομαι</i>, παρακ. <i>προσ-έπτυγμαι</i> · λέγεται για [[ένδυμα]], διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, [[αγκαλιάζω]], προσπτύσσετο πλευραῖσιν [[χιτών]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> [[αγκαλιάζω]] τον κόρφο κάποιου, [[σφιχταγκαλιάζω]], περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[στόμα]] γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. — Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ασπάζομαι]], [[χαιρετώ]] ένθερμα, [[καλωσορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[προσπτύσσω]] τινά τι, [[απευθύνω]] φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· <i>προσπτύσσεσθαι μύθῳ</i>, [[ικετεύω]] ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· <i>θεῶνδαῖτας προσπτύσσεσθαι</i>, [[καλωσορίζω]], [[χαιρετίζω]] τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπτύσσω:''' преимущ. med. [[προσπτύσσομαι]], эп.-дор. тж. [[ποτιπτύσσομαι]] (эп. aor. προσπτυξάμην; conjct. προσπτύξωμαι - эп. προσπτύξομαι; pf. προσέπτυγμαι)<br /><b class="num">1)</b> med. прилегать, прильнуть (τινι Soph.): π. [[στόμα]] и στόματός τινος Eur. поцеловать кого-л.; προσπτύσσεται πλευραῖσιν χιτῶν Soph. одежда прилипла к бокам (Геракла);<br /><b class="num">2)</b> обнимать (Παλλάδος [[βρέτας]], [[σῶμα]] π. Eur.; med. πατέρα Hom., Eur.);<br /><b class="num">3)</b> med. подходить (с просьбой): ποτιπτύσσεσθαί τινα Hom. молить кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> med. подходить с приветствием, приветствовать (τινα Hom.): π. τινα ἔπεϊ HH обращаться к кому-л. с ласковым словом; [[θεῶν]] δαῖτας π. Pind. справлять пиры в честь богов. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A embrace, βρέτας, σῶμα, E.El.1255, 1325 (anap.); Ep. ποτιπτ- Orph.L.322. B mostly Med. προσπτύσσομαι, Ep. ποτιπτ- (but in Od.2.77 προτιπτ-, acc. to Sch.): fut. -πτύξομαι Od.11.451, etc.: aor. -επτυξάμην, Ep. -πτυξάμην 4.647, etc.: pf. -έπτυγμαι Pi.I.2.39:—cling close to, προσπτύσσεται πλευραῖσιν ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτὼν ἅπαν κατ' ἄρθρον S.Tr.767; ὁρμιῇ λαγόνας π. presses its flanks against the line, Opp.H.3.151. II commonly of persons, 1 clasp to one's bosom, embrace, πατέρα Od.11.451, E.Ba. 1319, cf. Theoc.3.19, Luc.DDeor.7.3, etc.; στόμα γε σὸν προσπτύξομαι will press it to my lips, E.Ph.1671, cf. Med.1400(anap.):—Pass., c. dat., cling to, παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant.1237. 2 metaph., greet warmly, welcome, τινα Od.8.478: c. dupl. acc., π. τινά τι address a friendly greeting to one, ὄφρα τί μιν -πτύξομαι 17.509; οὐδέ τιν' οὔτ' ἔπεϊ προσπτύσσετο οὔτε τι ἔργῳ greeted no one either with word or gesture, h.Cer.199; π. μύθῳ entreat warmly, importune, Od. 2.77, 4.647. 3 θεῶν δαῖτας προσπτύσσεσθαι welcome the feasts of the gods, i.e. honour or celebrate them, Pi. l.c.—Poet. and late Prose.
Greek (Liddell-Scott)
προσπτύσσω: ἐναγκαλίζομαι, Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον Εὐρ. Ἠλ. 1255, 1325· Δωρ. ποτιπτ-, Ὀρφ. Λιθ. 317. Β. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. προσπτύσσομαι, Δωρικ. ποτιπτ- (ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Β. 77, προτιπτ-, κατὰ τὸν Σχολ. Harl.)· μέλλ. -πτύξομαι· πρκμ. προσέπτυγμαι Πινδ. Ι. 2. 57· - κυρίως ἐπὶ ἱματίου, συμπτύσσομαι πέριξ, προσκολλῶμαι, προσπτύσσεται πλευραῖσιν ἀρτίκολλος... χιτὼν Σοφ. Τρ. 767. ΙΙ. συνήθως ἐπὶ προσώπων, 1) ἐναγκαλίζομαι, πατέρα Ὀδ. Λ. 451, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1320, Θεόκρ. 3. 19, Λουκ., κλπ.· στόμα γε σὸν προσπτύξομαι, θὰ τὸ πιέσω μὲ τὰ χείλη μου, θὰ τὸ φιλήσω, Εὐρ. Φοίν. 1671, πρβλ. Μήδ. 1400 - Παθ., μετὰ δοτ., συμπτύσσομαι πλησίον τινός, παρθένῳ προσπτύσσεται Σοφ. Ἀντ. 1237. 2) μεταφορ., ἀσπάζομαι, φιλῶ, χαιρετίζω, ἐνθέρμως ὑποδέχομαι, τινα Ὀδ. Θ. 478· μετὰ διπλῆς αἰτ., πρ. τινά τι, ἀποτείνω φιλικὸν χαιρετισμὸν πρός τινα, Ρ. 509· ἧστ’ ἐπὶ δίφρου, οὐδέ τιν’ οὔτ’ ἔπεϊ προσπτύσσετο οὔτε τι ἔργῳ, οὐδέ τινα ἐχαιρέτιζεν ἢ ὑπεδέχετο οὔτε διὰ λόγου οὔτε δι’ ἔργου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 199· προσπτύσσομαι μύθῳ, δέομαι ἐνθέρμως, παρακαλῶ ἐπιμόνως, Ὀδ. Β. 77, Δ. 657· (οὕτως ὁ Νόνν. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 16. 23 χρῆται τῷ ἐνεργ.) 3) θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας, «πάσας θεῶν πανηγύρεις ἐπιτηδείους προσεδέχετο» καὶ «προσήγετο, ἠσπάζετο» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 2. 57· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁρμιῇ λαγόνας προσπύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 3. 151. - Ἡ λέξις εἶναι ποιητικὴ καὶ μάλιστα Ἐπική. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπύσσεται· προσάγεται. προσέλκεται, προσαγορεύει, ἀσπάζεται».
French (Bailly abrégé)
plier contre ; étreindre, serrer, embrasser ; traiter amicalement ; parler amicalement;
Moy. προσπτύσσομαι;
1 se plier contre : πλευραῖσιν SOPH contre les flancs, se coller aux flancs en parl. d’une tunique ; fig. πρ. μύθῳ OD parler, s’expliquer ; τινά, se trouver avec qqn;
2 embrasser, acc. ou dat. ; accueillir ou traiter amicalement, acc..
Étymologie: πρός, πτύσσω.
English (Slater)
προσπτύσσω med.,
1 welcome warmly καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας (sc. λτ;γτ;ενοκράτης) (I. 2.39)
Greek Monolingual
ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α
(το μέσ.) προσπτύσσομαι
(σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω
αρχ.
1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζω
β) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
γ) ζαρώνω κοντά σε κάποιον
δ) επιμελούμαι, φροντίζω τα σχετικά με τις θυσίες στους θεούς («θεῶν δαῑτας προσέπτυκτο πάσας», Πίνδ.)
ε) μτφ. i) υποδέχομαι με εγκαρδιότητα
ii) απευθύνω φιλικό χαιρετισμό
2. φρ. «προσπτύσσομαι μύθῳ» — παρακαλώ επιμόνως, ικετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω, αγκαλιάζω»].
Greek Monotonic
προσπτύσσω:Α. μέλ. -ξω, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ. Β. I. κυρίως ως αποθ., προσ-πτύσσομαι, Δωρ. ποτι-πτ-· μέλ. -πτύξομαι, παρακ. προσ-έπτυγμαι · λέγεται για ένδυμα, διπλώνομαι, πτυχώνομαι γύρω από, αγκαλιάζω, προσπτύσσετο πλευραῖσιν χιτών, σε Σοφ.
II. λέγεται για πρόσωπα:
1. αγκαλιάζω τον κόρφο κάποιου, σφιχταγκαλιάζω, περιπτύσσομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· στόμα γε σὸν προσπτύξομαι, θα το πιέσω στα χείλη μου, σε Ευρ. — Παθ. με δοτ., συμπτύσσομαι κοντά σε, σε Σοφ.
2. μεταφ., ασπάζομαι, χαιρετώ ένθερμα, καλωσορίζω, σε Ομήρ. Οδ.· με διπλή αιτ., προσπτύσσω τινά τι, απευθύνω φιλικό χαιρετισμό σε κάποιον, στο ίδ.· προσπτύσσεσθαι μύθῳ, ικετεύω ένθερμα, ζητώ επίμονα, στο ίδ.· θεῶνδαῖτας προσπτύσσεσθαι, καλωσορίζω, χαιρετίζω τις γιορτές των θεών, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
προσπτύσσω: преимущ. med. προσπτύσσομαι, эп.-дор. тж. ποτιπτύσσομαι (эп. aor. προσπτυξάμην; conjct. προσπτύξωμαι - эп. προσπτύξομαι; pf. προσέπτυγμαι)
1) med. прилегать, прильнуть (τινι Soph.): π. στόμα и στόματός τινος Eur. поцеловать кого-л.; προσπτύσσεται πλευραῖσιν χιτῶν Soph. одежда прилипла к бокам (Геракла);
2) обнимать (Παλλάδος βρέτας, σῶμα π. Eur.; med. πατέρα Hom., Eur.);
3) med. подходить (с просьбой): ποτιπτύσσεσθαί τινα Hom. молить кого-л.;
4) med. подходить с приветствием, приветствовать (τινα Hom.): π. τινα ἔπεϊ HH обращаться к кому-л. с ласковым словом; θεῶν δαῖτας π. Pind. справлять пиры в честь богов.