λυκάβας: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκάβας''': [κᾰ], αντος, ὁ, τὸ [[ἔτος]], τοῦδ’ [[αὐτοῦ]] λυκάβαντος ἐλεύσεται [[δῖος]] [[Ὀδυσσεύς]], ἐντὸς [[αὐτοῦ]] τούτου τοῦ ἔτους, Ὀδ. Ξ. 161., Τ. 306˙ [[εἶαρ]]... ὅλῳ λ. παρείη Βίων 6. 15˙ [[αὖθι]] μένων λυκάβαντα, ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 198˙ ἀλλ’ αἰτιατ. λυκάβαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2169˙ - ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνὴ ἐν ἐμμέτροις ἐπιταφίοις, [[αὐτόθι]] 1156, 2237, 3019, κ. ἀλλ.˙ καὶ ἐπὶ μεταγενεστέρων Ἑλληνικῶν καὶ Ρωμαϊκῶν νομισμάτων τὸ [[στοιχεῖον]] Λ προυτάσσετο τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ἔτους σημαῖνον [[λυκάβας]], ὡς ἀποδείκνυται ἔκ τινος νομίσματος τοῦ Οὐεσπασιανοῦ, [[ἔνθα]] φαίνεται πλῆρες ἴδε Eckhel N. Doctr. 4. σ. 394˙ ἀλλὰ κατὰ Head ἐν Ἱστορίᾳ Νομισμάτων ([[μετάφρασις]] Σβορώνου) τὸ L τοῦτο [[εἶναι]] [[σύμβολον]] αἰγυπτιακὸν ἐπὶ τῶν παπύρων τιθέμενον πρὸς δήλωσιν ὅτι οἱ παρακολουθοῦντες χαρακτῆρες [[εἶναι]] ἀριθμητικοί. - Ἐντεῦθεν, ΙΙ. λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, αἱ ἀποτελοῦσαι τὸ [[ἔτος]] ὧραι, [[ἑξήκοντα]] τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, [[εἶναι]] δηλ. [[ἑξήκοντα]] ἐτῶν, Ἀνθ. Π. 5. 13. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[λύκη]], βαίνω, = ἡ ὁδὸς τοῦ φωτός, ὁ [[δρόμος]] τοῦ ἡλίου. Ἀνόητός τις [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λύκος]], βαίνω ὑπάρχει παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 12, Εὐστ. 1756. 28˙ - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐκ τοῦ λυγαίως βαίνειν, ὅ ἐστι σκοτεινῶς˙ [[λεληθότως]] γὰρ ὁ [[χρόνος]] διέρχεται»).
|lstext='''λῠκάβας''': [κᾰ], αντος, ὁ, τὸ [[ἔτος]], τοῦδ’ [[αὐτοῦ]] λυκάβαντος ἐλεύσεται [[δῖος]] [[Ὀδυσσεύς]], ἐντὸς [[αὐτοῦ]] τούτου τοῦ ἔτους, Ὀδ. Ξ. 161., Τ. 306· [[εἶαρ]]... ὅλῳ λ. παρείη Βίων 6. 15· [[αὖθι]] μένων λυκάβαντα, ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 198· ἀλλ’ αἰτιατ. λυκάβαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2169· - ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνὴ ἐν ἐμμέτροις ἐπιταφίοις, [[αὐτόθι]] 1156, 2237, 3019, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ μεταγενεστέρων Ἑλληνικῶν καὶ Ρωμαϊκῶν νομισμάτων τὸ [[στοιχεῖον]] Λ προυτάσσετο τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ἔτους σημαῖνον [[λυκάβας]], ὡς ἀποδείκνυται ἔκ τινος νομίσματος τοῦ Οὐεσπασιανοῦ, [[ἔνθα]] φαίνεται πλῆρες ἴδε Eckhel N. Doctr. 4. σ. 394· ἀλλὰ κατὰ Head ἐν Ἱστορίᾳ Νομισμάτων ([[μετάφρασις]] Σβορώνου) τὸ L τοῦτο [[εἶναι]] [[σύμβολον]] αἰγυπτιακὸν ἐπὶ τῶν παπύρων τιθέμενον πρὸς δήλωσιν ὅτι οἱ παρακολουθοῦντες χαρακτῆρες [[εἶναι]] ἀριθμητικοί. - Ἐντεῦθεν, ΙΙ. λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, αἱ ἀποτελοῦσαι τὸ [[ἔτος]] ὧραι, [[ἑξήκοντα]] τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, [[εἶναι]] δηλ. [[ἑξήκοντα]] ἐτῶν, Ἀνθ. Π. 5. 13. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[λύκη]], βαίνω, = ἡ ὁδὸς τοῦ φωτός, ὁ [[δρόμος]] τοῦ ἡλίου. Ἀνόητός τις [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λύκος]], βαίνω ὑπάρχει παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 12, Εὐστ. 1756. 28· - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐκ τοῦ λυγαίως βαίνειν, ὅ ἐστι σκοτεινῶς· [[λεληθότως]] γὰρ ὁ [[χρόνος]] διέρχεται»).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκάβας Medium diacritics: λυκάβας Low diacritics: λυκάβας Capitals: ΛΥΚΑΒΑΣ
Transliteration A: lykábas Transliteration B: lykabas Transliteration C: lykavas Beta Code: luka/bas

English (LSJ)

[κᾰ], αντος, ὁ,

   A year, τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ' Ὀδυσσεύς within this very year, Od.14.161, 19.306 (but 'this very month' acc. to D.Chr.7.84; perh. day, if Od.14.161-2 are spurious); εἶαρ . . ὅλῳ λ. παρείη Bion Fr.15.15; αὖθι μένων λυκάβαντα for a year, A.R.1.198; but acc. λυκάβαν IG12(2).129 (Mytilene, late):—the word is freq. in metr. epitaphs, ib.4.622 (Argos), Epigr.Gr.231 (Chios), 228 (Ephesus): hence    II λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, the hours that make up the year, AP5.12 (Phld.). (Arc. word, = ἐνιαυτός, acc. to AB1095.)

Greek (Liddell-Scott)

λῠκάβας: [κᾰ], αντος, ὁ, τὸ ἔτος, τοῦδ’ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται δῖος Ὀδυσσεύς, ἐντὸς αὐτοῦ τούτου τοῦ ἔτους, Ὀδ. Ξ. 161., Τ. 306· εἶαρ... ὅλῳ λ. παρείη Βίων 6. 15· αὖθι μένων λυκάβαντα, ἐπὶ ἓν ἔτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 198· ἀλλ’ αἰτιατ. λυκάβαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2169· - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ ἐν ἐμμέτροις ἐπιταφίοις, αὐτόθι 1156, 2237, 3019, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ μεταγενεστέρων Ἑλληνικῶν καὶ Ρωμαϊκῶν νομισμάτων τὸ στοιχεῖον Λ προυτάσσετο τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ἔτους σημαῖνον λυκάβας, ὡς ἀποδείκνυται ἔκ τινος νομίσματος τοῦ Οὐεσπασιανοῦ, ἔνθα φαίνεται πλῆρες ἴδε Eckhel N. Doctr. 4. σ. 394· ἀλλὰ κατὰ Head ἐν Ἱστορίᾳ Νομισμάτων (μετάφρασις Σβορώνου) τὸ L τοῦτο εἶναι σύμβολον αἰγυπτιακὸν ἐπὶ τῶν παπύρων τιθέμενον πρὸς δήλωσιν ὅτι οἱ παρακολουθοῦντες χαρακτῆρες εἶναι ἀριθμητικοί. - Ἐντεῦθεν, ΙΙ. λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, αἱ ἀποτελοῦσαι τὸ ἔτος ὧραι, ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, εἶναι δηλ. ἑξήκοντα ἐτῶν, Ἀνθ. Π. 5. 13. (Πιθ. ἐκ τοῦ *λύκη, βαίνω, = ἡ ὁδὸς τοῦ φωτός, ὁ δρόμος τοῦ ἡλίου. Ἀνόητός τις ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λύκος, βαίνω ὑπάρχει παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 12, Εὐστ. 1756. 28· - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐκ τοῦ λυγαίως βαίνειν, ὅ ἐστι σκοτεινῶς· λεληθότως γὰρ ὁ χρόνος διέρχεται»).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
année.
Étymologie: *λύκη, lumière, jour ; βαίνω.

Greek Monolingual

λυκάβας, -αντος, ὁ (Α)
1. έτος («τοῡ δ' αὐτοῡ λυκάβαντος ἐλεύσεται Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
2. σπαν. μήνας
3. πιθ. ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. θυμίζει παράγωγα, όπως κιλλίβας, ἀκρίβας, ἀλίβας, από τα οποία ορισμένα πιθ. να είναι σύνθετα από το θέμα του βαίνω. Η σημ. καθώς και η ετυμολ. του τ. είναι αβέβαιες. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί, από τις οποίες η πιο συνήθης θέλει τη λ. σύνθετη < λυκ- (πρβλ. λύκη, λύχνος) + ἄβα, κατά τον Ησύχ. «τροχός», δηλ. «ο τροχός του φωτός του ηλίου», από όπου και η σημ. «έτος» που έχει αποδοθεί στη λ. Η άποψη αυτή πάντως δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, δοθέντος ότι αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη και η σημ. του τ. ἄβα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. θεωρείται λυδική και σημαίνει «βασιλιάς τών Λυκίων», δηλ. Απόλλων, από όπου η λ. θα σήμαινε «γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθ. του λύκος και ερμηνεύεται ως «ώρα του λύκου», δηλ. χειμώνας, από όπου και γενικά η σημ. «χρόνος, έτος». 'Αλλοι πιστεύουν ότι η λ. είναι προελληνική και δηλώνει την τελετή προς τιμήν ενός θεού και τή συνδέουν με τον τ. Λυκαβηττός. Τέλος, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο τ. αναφέρεται σε μια ανοιξιάτικη γιορτή προς τιμήν του Apollon - Souris, ο οποίος σκοτώνει τα ποντίκια (πρβλ. Απόλλων Λύκειος, Απόλλων Σμινθεύς) και συνδέει τον τ. με ιρλδ. luch «ποντικός»].

Greek Monotonic

λῠκάβας: [κᾰ], -αντος, ὁ,
I. έτος, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα. II.λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, ώρες που αποτελούν το έτος, σε Ανθ. (πιθ. από *λύκη, βαίνω, η οδός του φωτός, ο δρόμος του ηλίου).

Russian (Dvoretsky)

λῠκάβᾱς: αντος (κᾰ) ὁ λευκός годичный оборот (солнца), т. е. год: τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος Hom. еще в этом самом году.

Frisk Etymological English

-αντος
Grammatical information: m. (τ 306 = ξ 161, A. R. 1. 198, Bion Fr. 15, 15, gravepigrams of empire from Arcadia and Ionia)
Meaning: time-indication of uncertain meaning, usu. explained as year and by the laters, who seem all based on τ 306, used in this sense; acc. to Leumann Hom. Wörter 212 n. 4 rather new moon (against this Ruijgh L'élém. ach. 147). The supposed Arcadian origin (AB) prob. refers to the late Arcadian inscriptions, s. Leumann 273.
Other forms: (acc. also -βαν). Also λυκαμας (inscr. Amorgos, Kretchmer Glotta 2, 319).
Derivatives: λυκαβαντίδες ὧραι (AP).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Etymologically quite unclear (on the formation Chantraine Form. 269, Schwyzer 526). The explanations are not very convincing: prop. "light-circle", from *λύκ- light (s. on λύχνος) and ἄβα τροχός H. (Fick GGA 1894, 240, Bechtel Lex. s. v., v. Blumenthal ZONF 13, 157); prop. "Lycianking (-priest, -god)", i.e. Apollon, elliptically for feast of Apollon, lydian word like βασιλεύς (Fraser Streitberg-Festgabe 93ff.); prop. "wolfs-run" (E. Maaß IF 43, 259ff.); prop. "religion" (Theander Symb. Danielsson 349ff.). Cf. the remarks by Kretschmer Glotta 15, 198f.; 17, 214; 22, 262. - (Not here Λυκαβηττός.) The variant with μ and the suffix -αντ- show a Pre-Greek word.