οἰκοδομή: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκοδομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> здание, строение (αἱ οἰκοδομαὶ τοῦ ἱεροῦ NT);<br /><b class="num">2)</b> назидание, наставление (εἰς ἀλλήλους NT);<br /><b class="num">3)</b> зодчество (Λεσβία Arst. - v. l. [[οἰκοδομία]]).
|elrutext='''οἰκοδομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> здание, строение (αἱ οἰκοδομαὶ τοῦ ἱεροῦ NT);<br /><b class="num">2)</b> назидание, наставление (εἰς ἀλλήλους NT);<br /><b class="num">3)</b> зодчество (Λεσβία Arst. - v. l. [[οἰκοδομία]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκοδομή]], ἡ, [a late form for [[οἰκοδόμημα]], Plut., NTest.]
}}
}}

Revision as of 13:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομή Medium diacritics: οἰκοδομή Low diacritics: οικοδομή Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗ
Transliteration A: oikodomḗ Transliteration B: oikodomē Transliteration C: oikodomi Beta Code: oi)kodomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = -δόμησις, -δομία, PCair.Zen.499.93 (iii B. C.), prov. Lacon. ap. Suid. s.v. ἵππους, LXX 1 Ch.26.27, PGrenf.1.21.17 (ii B.C.), OGI655.2 (i B.C.), D.S.1.46, Eratosth. ap. Str.16.1.15, Str.5.2.5, Plu.Cam.32 : condemned by Phryn.394 : earlier examples, as Arist.EN1137b30 (v.l.), Thphr. HP3.8.5 codd., are dub.    II = sq., Ev.Matt.24.1, Plu.Luc.39, CIG 4449 (Beroea), al. : metaph., IEp.Cor.3.9.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομή: ἡ, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ οἰκοδόμησις, -δομία, παροιμία Λακων. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἵππους (;) Διόδ. 1. 46, Στράβ., κ. ἀλλ., πρβλ. Λοβεκ. σημ. εἰς Φρύνιχ. σελ 488· ἀρχαιότερα παραδείγματα, ὡς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 10, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5, εἶναι ἀμφίβολ. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Συλλ. Ἐπιγρ. 4449, κ. ἀλλ., Καιν. Διαθ., κλ.

English (Strong)

feminine (abstract) of a compound of οἶκος and the base of δῶμα; architecture, i.e. (concretely) a structure; figuratively, confirmation: building, edify(-ication, -ing).

English (Thayer)

οἰκοδομῆς, ἡ (οἶκος, and δέμω to build), a later Greek word, condemned by Phryn., yet used by Aristotle, Theophrastus, (but both these thought to be doubtful)), Diodorus (1,46), Philo (vit. Moys. i. § 40; de monarch. ii. § 2), Josephus, Plutarch, the Sept., and many others, for οἰκοδόμημα and οἰκοδόμησις; cf. Lob. ad Phryn., p. 481ff, cf. p. 421; (Winer's Grammar, 24);
1. (the act of) building, building up, equivalent to τό οἰκοδομεῖν; as, τῶν τειχέων, τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ, Wisdom of Solomon , piety, holiness, happiness" (see οἰκοδομέω, b. β'. (cf. Winer's Grammar, 35 (34))): ὑμῶν, ἑαυτοῦ (Tdf. αὐτοῦ), τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐκκλησίας, τό ὀικοδομουν, what contributes to edification, or augments Wisdom of Solomon , etc. λαλεῖν, λαβεῖν, οἰκοδομήν, οἰκοδόμημα, a building (i. e. thing built, edifice): τοῦ ἱεροῦ, a body of Christians, a Christian church (see οἰκοδομέω, b. β'.), πᾶς, I:1c.); with a genitive of the owner or occupant, Θεοῦ, 1 Corinthians 3:9.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οικοδομή) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα»)
2. το υπό ανέγερση κτήριο
3. οικοδόμημα, κτήριο
αρχ.
μτφ.
1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων («τοῑς λογισμοῑς πρὸς οἰκοδομὴν πνευματικὴν χρώμενοι», Νείλ.)
2. δημιούργημα, πλάσμα («θεοῡ γεώργιον, θεοῡ οἰκοδομή ἐστε», ΚΔ).

Greek Monotonic

οἰκοδομή: ἡ, μεταγεν. τύπος αντί οἰκοδόμημα, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομή:
1) здание, строение (αἱ οἰκοδομαὶ τοῦ ἱεροῦ NT);
2) назидание, наставление (εἰς ἀλλήλους NT);
3) зодчество (Λεσβία Arst. - v. l. οἰκοδομία).

Middle Liddell

οἰκοδομή, ἡ, [a late form for οἰκοδόμημα, Plut., NTest.]