φορτίζω: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φορτίζω:''' <b class="num">1)</b> нагружать, навьючивать (τὸν ὄνον Babr.): [[πεφορτισμένος]] Luc. нагруженный до отказа;<br /><b class="num">2)</b> погружать (ἐφ᾽ ὁλκάδα τι Anth.): τὰ μείονα φορτίζεσθαι Hes. погружать (на корабли) меньшую часть (своего имущества);<br /><b class="num">3)</b> обременять (οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι NT). | |elrutext='''φορτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> нагружать, навьючивать (τὸν ὄνον Babr.): [[πεφορτισμένος]] Luc. нагруженный до отказа;<br /><b class="num">2)</b> погружать (ἐφ᾽ ὁλκάδα τι Anth.): τὰ μείονα φορτίζεσθαι Hes. погружать (на корабли) меньшую часть (своего имущества);<br /><b class="num">3)</b> обременять (οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι NT). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φόρτος]]<br />to [[load]], Babr.; [[φορτίον]] φ. τινά to [[load]] one with a [[burden]], NTest.:—Mid., τὰ μείονα φορτίζεσθαι to [[ship]] the smaller [[part]] of one's [[wealth]], Hes.—Pass. to be [[heavy]] laden, perf. [[part]]. [[πεφορτισμένος]] NTest., Luc. | |mdlsjtxt=[[φόρτος]]<br />to [[load]], Babr.; [[φορτίον]] φ. τινά to [[load]] one with a [[burden]], NTest.:—Mid., τὰ μείονα φορτίζεσθαι to [[ship]] the smaller [[part]] of one's [[wealth]], Hes.—Pass. to be [[heavy]] laden, perf. [[part]]. [[πεφορτισμένος]] NTest., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 10 January 2019
English (LSJ)
A load, φορτίσας τὸν ὄνον Babr.111.3; φορτία φ. τινάς load them with burdens, Ev.Luc.11.46; περισσῇ δαπάνῃ φ. τὰ κοινά Dörner Erlass des Statthalters von Asia Paullus Fabius Persicus 16; ὑδατὶς -ίζουσα τὸν ὀφθαλμόν encumbering, Paul.Aeg.6.14; αὐχένα φ. Aenigma Sphingis (ap.Sch.E.Ph.50):—Med., τὰ μείονα φορτίζεσθαι ship the smaller part of one's wealth, Hes.Op.690; φορτιούμενος μέλι to carry away a load of honey, Macho ap.Ath.13.582f: metaph., φυτεύειν καὶ φ. Phld.Vit.p.33J.—Pass., to be heavy laden, πεφορτισμένος Ev.Matt.11.28, cf. Luc.Nav.45.
German (Pape)
[Seite 1301] belasten, befrachten, beladen, Sp. – Im med., τὰ μείονα φορτίζεσθαι, den kleinern Theil seines Vermögens in sein Schiff laden, Hes. O. 692.
Greek (Liddell-Scott)
φορτίζω: μέλλ. -ίσω, φορτώνω, φορτίσας τὸν ὄνον Βαβρ. 116. 3· φορτίον φ. τινά, ἐπιτίθημι φορτίον εἴς τινα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 46. ― Μέσ., τὰ μείονα φορτίζεσθαι, ἐμβιβάζω εἰς πλοῖον τὸ μικρότερον μέρος τῆς περιουσίας μου. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 688, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 5· Ὑμήττιόν τε φορτιούμενος μέλι, καὶ νὰ φορτωθῇ Ὑμήττιον μέλι, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582F. ― Παθ., φορτώνομαι βαρέα φορτία, πεφορτισμένος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 45, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ια΄, 28.
French (Bailly abrégé)
f. φορτίσω, att. φορτιῶ;
Pass. pf. πεφόρτισμαι;
charger d’un fardeau, acc..
Étymologie: φόρτος.
English (Strong)
from φόρτος; to load up (properly, as a vessel or animal), i.e. (figuratively) to overburden with ceremony (or spiritual anxiety): lade, by heavy laden.
English (Thayer)
perfect passive participle πεφορτισμένος; (φόρτος, which see); to place a burden upon, to load: φορτίζειν τινα φορτίον (on the double accusative see Buttmann, 149 (130)), to load one with a burden (of rites and unwarranted precepts), πεφορτισμένος 'heavy laden' (with the burdensome requirements of the Mosaic law and of tradition, and with the consciousness of sin), Hesiod, Works, 692; Lucian, navig. 45; Anthol. 10,5, 5; ecclesiastical writings) (Compare: ἀποφορτίζομαι.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ φορτίς, -ίδος
νεοελλ.
1. (σχετικά με μπαταρία) ενισχύω το ηλεκτρικό φορτίο, γεμίζω
2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία (α. «η αναφορά στο θέμα τών αγνοουμένων φόρτισε την ατμόσφαιρα» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο πάθος»)
μσν.-αρχ.
φορτώνω, τοποθετώ φορτίο επάνω σε κάποιον ή σε κάτι (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.
β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ
γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).
Greek Monotonic
φορτίζω: μέλ. -ίσω (φόρτος), φορτώνω, σε Βάβρ.· φορτίον φορτίζω τινά, γεμίζω με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., τὰμείονα φορτίζεσθαι, βάζω στο πλοίο το μικρότερο μέρος της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι βαρέα φορτία, μτχ. παρακ. πεφορτισμένος, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φορτίζω:
1) нагружать, навьючивать (τὸν ὄνον Babr.): πεφορτισμένος Luc. нагруженный до отказа;
2) погружать (ἐφ᾽ ὁλκάδα τι Anth.): τὰ μείονα φορτίζεσθαι Hes. погружать (на корабли) меньшую часть (своего имущества);
3) обременять (οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι NT).
Middle Liddell
φόρτος
to load, Babr.; φορτίον φ. τινά to load one with a burden, NTest.:—Mid., τὰ μείονα φορτίζεσθαι to ship the smaller part of one's wealth, Hes.—Pass. to be heavy laden, perf. part. πεφορτισμένος NTest., Luc.