ἄκαιρος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akairos | |Transliteration C=akairos | ||
|Beta Code=a)/kairos | |Beta Code=a)/kairos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">ill-timed, unseasonable</b>, ἐς ἄκαιρα πονεῖν <span class="bibl">Thgn.919</span>; οὐκ ἄκαιρα λέγειν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1036</span>; ἄ. κένωσις <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>; προθυμία <span class="bibl">Th.5.65</span>; ἐλευθερία <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>569c</span>; ἔπαινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>24c</span>e; ῥᾳθυμία <span class="bibl">D.18.46</span>, γέλως <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span>88</span>. Adv. -ρως <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>808</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>624</span> (both lyr.), <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span> 17</span>, al.: Comp. -οτέρως <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1081</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of persons, [[importunate]], [[troublesome]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>12</span>; ἄ. καὶ λάλος <span class="bibl">Alciphr.3.62</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. inf., | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">ill-timed, unseasonable</b>, ἐς ἄκαιρα πονεῖν <span class="bibl">Thgn.919</span>; οὐκ ἄκαιρα λέγειν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1036</span>; ἄ. κένωσις <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>; προθυμία <span class="bibl">Th.5.65</span>; ἐλευθερία <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>569c</span>; ἔπαινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>24c</span>e; ῥᾳθυμία <span class="bibl">D.18.46</span>, γέλως <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span>88</span>. Adv. -ρως <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>808</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>624</span> (both lyr.), <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span> 17</span>, al.: Comp. -οτέρως <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1081</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of persons, [[importunate]], [[troublesome]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>12</span>; ἄ. καὶ λάλος <span class="bibl">Alciphr.3.62</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. inf., [[ill-suited]] to do a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>7.6</span> (Comp.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">ἄκαιρον, τό,</b> = [[μυρσίνη ἀγρία]], Dsc.4.144.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:04, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A ill-timed, unseasonable, ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919; οὐκ ἄκαιρα λέγειν A.Pr.1036; ἄ. κένωσις Hp.VM10; προθυμία Th.5.65; ἐλευθερία Pl.R.569c; ἔπαινος Id.Phdr.24ce; ῥᾳθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.88. Adv. -ρως A.Ag.808, Ch.624 (both lyr.), Hp. Acut. 17, al.: Comp. -οτέρως Id.Epid.1.19: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο E.Hel.1081. II of persons, importunate, troublesome, Thphr.Char.12; ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.62. 2 c. inf., ill-suited to do a thing, X.Eq.Mag.7.6 (Comp.). III ἄκαιρον, τό, = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.
German (Pape)
[Seite 67] nicht zur gelegenen Zeit, ungelegen, unzeitig, προθυμία Thuc. 5, 65; dem ἐς καιρόν entgegengesetzt, Eur. Hel. 1081; ἐς ἄκαιρα πονεῖν, zur Unzeit, umsonst, sich anstrengen, Theogn. 899; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch. Prom. 1038, passendes sagen; dem σύμμετρος entgegengesetzt, Isocr. 12, 86; ἡδοναί Xen. Cyneg. 12, 15; – activ., γνώμα ἄκαιρος ὄλβου, nicht Maaß haltend im Glück, Eur. I. T. 420. – Lästig, zudringlich, Theophr. Char. 12; ineptus, Plut. sol. an. 12. – Adv. ἀκαίρως, dem δικαίως entggstzt, Aesch. Ag. 782.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαιρος: -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, ἀκατάλληλος, φορτικός, ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. προθυμία, Θουκ. 5· 65· ἐλευθερία, Πλάτ. Πολ. 569C· ἔπαινος, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. ῥᾳθυμία, Δημ. 241. 8· γέλως, Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. -οτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ λάλος, Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ ἁρμόδιος ὅπως πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui vient ou qui se fait à contretemps, qui n’est pas de saison, inopportun;
2 qui parle ou agit à contretemps, importun, fâcheux.
Étymologie: ἀ, καιρός.
Spanish (DGE)
-ον
I 1desmedido, excesivo ἡδοναί Democr.B 71, X.Cyn.12.15, κέρδεα X.Cyr.4.2.45, ἐλευθερία Pl.R.569c, αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG 22.1329.12 (III a.C.).
2 inoportuno, fuera de lugar o tiempo, intempestivo, mal escogido οὐκ ἄκαιρα ... λέγειν A.Pr.1036, cf. Ar.Th.462, κένωσις Hp.VM 10, προθυμία Th.5.65, ῥαθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.144, πικρία Plb.5.42.3, φειδωλία D.C.66.1, οὐκ ἄκαιρον ἐν τῷ παρόντι καταλέξαι Fauorin.De Ex.6.1
•de palabras, discursos fastidioso ἔπαινος Pl.Phdr.240e, εὑρησιλογία Plb.29.1.2, cf. D.H.Lys.5.1, μῦθος LXX Si.20.19
•neutr. plu. como adv. ἄκαιρ' οὐδὲ δυσφιλὲς γαμήλευμ' ἀπεύχετον A.Ch.624, ἄκαιρ' ἀπώλλυτο (τὰ ῥάκη) desaparecieron inoportunamente E.Hel.1081.
II 1que no acierta, inapropiado, desacertado γνώμα ... ἄκαιρος ὄλβου E.IT 420, ἐς ἄκαιρα πονεῖν esforzarse en vano Thgn.919, τοὺς ἄκαιρα μωμήνους los que desean cosas impropias A.Fr.494.21
•de pers. inepto, desmañado, torpe c. inf. φυλάττειν ... τὰ φίλια ... οὐκ ἀκαιρότεροι X.Eq.Mag.7.6
•de la lengua platónica ἄ. ἐν ταῖς μετωνυμίαις D.H.Dem.5.5.
2 inoportuno, molesto, impertinente Thphr.Char.12.1, ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.26.1.
III subst. τὸ ἄ. bot. rusco, brusco, Ruscus aculeatus Dsc.4.144.
IV adv. -ως inoportunamente op. δικαίως A.A.808, cf. Hp.Acut.17, καὶ ἀ. μὴ σοφίζου LXX Si.32.4, κωλύεσθαι ἀ. παρὰ τινῶν γειτόνων PLond.1073.1 (VI d.C.), ἀκαίρως ποθοῦντας Fauorin.De Ex.12.26
•repentinamente, Const.App.1.3.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκαιρος, -ον)
αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος
νεοελλ.
1. πρόωρος
2. άγουρος
3. αδικαιολόγητος, παράλογος
αρχ.
1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει
2. ο ακατάλληλος να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καιρός
αντίθετο της λ. εὔκαιρος.
ΠΑΡ. ακαιρία αρχ. ἀκαιρεύομαι
αρχ.-μσν.
ἀκαιρῶ.
ΣΥΝΘ. ακαιρολόγος αρχ. ἀκαιροβόας, ἀκαιρορρήμων, ἀκαιροφάγος
μσν.
ἀκαιροπαρρησία, ἀκαιροπαρρησιαστής
νεοελλ.
ακαι-ρόμυθος, ακαιροφόρητος].
Greek Monotonic
ἄκαιρος: -ον, I. αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική στιγμή, παράκαιρος, αυτός που δεν ευνοείται από τις συγκυρίες· ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Λατ. operam perdere, σε Θέογν.· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, σε Αισχύλ.· ἄκαιρος προθυμία, σε Θουκ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, ενοχλητικός, Λατ. molestus, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκαιρος:
1) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий (προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.): οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. говорит он, повидимому, дело;
2) неумеренный, чрезмерный (φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.): γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. безграничная жажда богатств;
3) непрошенный, назойливый, бестактный (γυνή Plut.);
4) неподходящий, непригодный: φυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. пригодный для несения охраны.
Middle Liddell
I. ill-timed, unseasonable, inopportune, ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Lat. operam perdere, Theogn.; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch.; ἄκ. προθυμία Thuc.:—adv. -ρως, Aesch., etc.; neut. pl. as adv., Eur.
II. of persons, importunate, Lat. molestus, Theophr.