μίσθωσις: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μίσθωσις]], ιος, ἡ, [from [[μισθόω]]<br /><b class="num">I.</b> a letting for [[hire]], [[δίκη]] μισθώσεως or δ. μισθώσεως οἴκου an [[action]] [[against]] a [[guardian]] who neglected to let his [[ward]]'s [[house]].<br /><b class="num">II.</b> [[rent]], Dem. | |mdlsjtxt=[[μίσθωσις]], ιος, ἡ, [from [[μισθόω]]<br /><b class="num">I.</b> a letting for [[hire]], [[δίκη]] μισθώσεως or δ. μισθώσεως οἴκου an [[action]] [[against]] a [[guardian]] who neglected to let his [[ward]]'s [[house]].<br /><b class="num">II.</b> [[rent]], Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[lease]], [[letting out for hire]], [[money paid for use of property]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 4 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A letting for hire, Pl.Sph.219d, D.36.7, 27.59; αἱ μ. τῶν τεμενῶν Arist.Ath.47.4, cf. Pl.Lg.759e. b lease, PCair.Zen.334.5 (iii B.C.), PFay.96 (ii A.D.); μ. ἁπλῆ, δισσὴ γραφεῖσα, POxy.1037.20 (v A.D.), 913.20 (v A.D.). II rent, ὁπόσην ἂν ἄλφῃ μ. τὸ τέμενος IG12.94.15; μ. φέρειν D.36.51; μ. ἀποδιδόναι Lexap. eund.43.58, cf. Arist.Ath.2.2; ὀφείλειν μισθώσεις τεμενῶν D.57.63; σιτικὴ μ. PAmh.2.31.6 (ii B.C.). III payment of wages earned by slaves to their master, D.28.12; of soldiers' pay, Lys.19.43. IV income from an estate, μ. φέρειν, λαμβάνειν, Is.5.35,36. V farming out by contract, PLille 1v.3 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 191] ἡ, das Vermiethen, Verpachten, Dingen; Plat. Soph. 219 d; πελταστῶν, Lys. 19, 43; μίσθωσιν λαβεῖν, im Ggstz von οὐσίαν ἔχειν, eine Pachtung übernehmen, Is. 5, 36; δίκη μισθώσεως οἴκου, Klage gegen den Vormund, der seines Mündels Haus nicht gut vermiethet hat, Isocr. u. Sp.; Pacht, μίσθωσιν ἀποδοῦναι, Inscr. 93.
Greek (Liddell-Scott)
μίσθωσις: ἡ, (μισθόω) τὸ νὰ δώσῃ τίς τι ἐπὶ μισθῷ, δίκη μισθώσεως ἢ δ. μισθώσεως οἴκου, ἀγωγὴ καὶ δίκη ἐναντίον ἐπιτρόπου ἀμελήσαντος νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν οἰκίαν ἐπιτροπευομένου ἐπωφελῶς, εἰς τὴν μ. ἐγράφη ὀφείλων Δημ. 946. 11. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἁπλῶς μίσθωσις, Λυσ. 155. 37, Πλάτ. Σοφιστ. 219D, Νόμ. 759Ε. ΙΙΙ. = μίσθωμα Ι. 2, ἐνοίκιον, μ. φέρειν, ἀποδιδόναι Ἰσαῖ. 54. 27, Δημ. 839. 7., 1096. 26· εἰσπράττειν ὁ αὐτ. 1318. 20· μίσθωσιν φέρειν τάλαντον τοῦ ἐνιαυτοῦ Ἰσαῖ. 54. 34, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de prendre à gages ou à loyer, location.
Étymologie: μισθόω.
Greek Monotonic
μίσθωσις: ἡ,
I. ενοικίαση έναντι μισθώματος, δίκη μισθώσεως ή δίκη μισθώσεως οἴκου, καταγγελία εναντίον ενός επιτρόπου που αμέλησε να νοικιάσει οικία που ανήκει σ' αυτόν που επιτροπεύει και να του αποφέρει έτσι κέρδη,
II. ενοικίαση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μίσθωσις: εως ἡ
1) сдача в аренду (οἴκου Dem.);
2) нанимание, наем (τῶν πελταστῶν Lys.);
3) плата за наем, арендная плата (μίσθωσιν φέρειν Isae. или ἀποδιδόναι Dem.).
Middle Liddell
μίσθωσις, ιος, ἡ, [from μισθόω
I. a letting for hire, δίκη μισθώσεως or δ. μισθώσεως οἴκου an action against a guardian who neglected to let his ward's house.
II. rent, Dem.