ξενόω: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenoo | |Transliteration C=ksenoo | ||
|Beta Code=ceno/w | |Beta Code=ceno/w | ||
|Definition=Ion. ξεινόω, (ξένος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">make one's friend and guest, entertain</b>, in Med., ξενοῦμαι <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>927</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.849</span> : fut. ξενώσεται Lyc. 92. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> mostly in Pass., with fut. Med. ξενώσομαι <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>303</span> : pf. | |Definition=Ion. ξεινόω, (ξένος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">make one's friend and guest, entertain</b>, in Med., ξενοῦμαι <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>927</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.849</span> : fut. ξενώσεται Lyc. 92. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> mostly in Pass., with fut. Med. ξενώσομαι <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>303</span> : pf. [[ἐξένωμαι]] : aor. [[ἐξενώθην]] (<b class="b3">ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς</b> Moer.<span class="bibl">p.167</span> P.): </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[enter into a treaty of hospitality with]] one, πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν <span class="bibl">Hdt.6.21</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>642e</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>8.5</span> ; βασιλεῦσιν ἐξενωμένος <span class="bibl">Lys.6.48</span> : abs., <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.1.34</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[take up]] one's [[abode with]] one [[as a guest]], to [[be entertained]], Θήβᾳ ξενωθείς <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.299</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>702</span>, S. l. c., etc. ; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν… δόμοις <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>68</span> ; <b class="b3">ξενοῦται τῷ Ξενοφῶντι, [παρ'] Ἑλλάδι</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.8.6</span>,<span class="bibl">8</span> ; ξενωθεὶς ὑπὸ τᾶς βουλᾶς <span class="title">IG</span>12(1).383 (Rhodes). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[reside abroad]], δαρὸν ἐξενωμένου <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>65</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span> 820</span> ; [[go into banishment]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span> 1085</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> later, in Act., [[deprive]] one [[of]] a thing, [τινά] τινος <span class="bibl">Hld.6.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:55, 8 July 2020
English (LSJ)
Ion. ξεινόω, (ξένος)
A make one's friend and guest, entertain, in Med., ξενοῦμαι A.Supp.927, cf. A.R.1.849 : fut. ξενώσεται Lyc. 92. II mostly in Pass., with fut. Med. ξενώσομαι S.Ph.303 : pf. ἐξένωμαι : aor. ἐξενώθην (ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς Moer.p.167 P.): 1 enter into a treaty of hospitality with one, πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν Hdt.6.21, cf. Pl.Lg.642e, X.Ages.8.5 ; βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Lys.6.48 : abs., X.HG4.1.34. 2 take up one's abode with one as a guest, to be entertained, Θήβᾳ ξενωθείς Pi.P.4.299, cf. A.Ch.702, S. l. c., etc. ; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν… δόμοις E.Alc.68 ; ξενοῦται τῷ Ξενοφῶντι, [παρ'] Ἑλλάδι, X.An.7.8.6,8 ; ξενωθεὶς ὑπὸ τᾶς βουλᾶς IG12(1).383 (Rhodes). 3 reside abroad, δαρὸν ἐξενωμένου S.Tr.65, cf. E.Ion 820 ; go into banishment, Id.Hipp. 1085. III later, in Act., deprive one of a thing, [τινά] τινος Hld.6.7.
German (Pape)
[Seite 278] 1) zum Gastfreunde machen, gastlich aufnehmen; pass. Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299, vgl. 5, 31, wie Aesch. ξενωθῆναι, Ch. 691, der es auch im med. braucht für bewirthen, aufnehmen als Gast bei sich, οὐ γὰρ ξενοῦμαι τοὺς θεῶν συλήτορας, Suppl. 905; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν δόμοις Eur. Alc. 68; ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, sie werden von ihm bewirthet, Xen. An. 7, 8, 6; vgl. Hell. 4, 1, 29 u. 34; Gastfreundschaft schließen, Her. 6, 21 u. A. – 2) im med. = in der Fremde, abwesend sein; πατρὸς οὕτω δαρὸν ἐξενωμένου, Soph. Trach. 65; ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἢ ξενώσεται, Phil. 303. – 3) bei Sp. τινά τινος, Einen einer Sache entfremden, ihn berauben, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ξενόω: Ἰων. ξεινόω· (ξένος)· - κάμνω τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, ὑποδέχομαι, φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ μετὰ μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) συνάπτω σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) διαμένω παρά τινι ὡς φίλος, τυγχάνω περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ἐνταῦθα δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ αὐτόθι 8. 3) διατρίβω ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. ἐξένωσα;
Pass. f. ξενωθήσομαι, ao. ἐξενώθην, pf. ἐξένωμαι;
Pass.;
1 être à l’étranger, être absent ; en mauv. part être exilé;
2 être accueilli en hôte, recevoir l’hospitalité, loger : παρά τινι chez qqn;
3 contracter des liens d’hospitalité : τινι avec qqn ; οἱ ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;
Moy. ξενόομαι-οῦμαι recevoir ou traiter comme hôte, acc..
Étymologie: ξένος.
English (Slater)
ξενόω
1 entertain as a guest, pass. (Δαμόφιλος) πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς (P. 4.299) met., ὕδατι Κασταλίας ξενωθείς (sc. Κάρρωτος, charioteer of Arkesilas in the Pythian games) (P. 5.31)
Greek Monotonic
ξενόω: (ξένος), Ιων. ξεινόω, μέλ. -ώσω,
I. κάνω κάποιον φίλο και φιλοξενούμενό μου, υποδέχομαι, φιλοξενώ, σε Αισχύλ.
II. κυρίως σε Παθ., με Μέσ. μέλ. ξενώσομαι· παρακ. ἐξένωμαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐξενώθην·
1. συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον, Λατ. hospitio jungi, με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., σε Ξεν.
2. αρχίζω τη διαμονή μου σε κάποιον ως φιλοξενούμενος, απολαμβάνω περιποιήσεις φιλοξενούμενου, σε Τραγ.
3. βρίσκομαι σε ξένα μέρη, βρίσκομαι στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι, αποδημώ, σε Σοφ., Ευρ.· είμαι υπό διωγμό, εξορίζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
ξένος
I. to make one's friend and guest, Aesch.
II. mostly in Pass., with fut. mid. ξενώσομαι: perf. ἐξένωμαι: aor1 ἐξενώθην:
1. to enter into a treaty of hospitality with one, Lat. hospitio jungi, c. dat., Hdt., Xen.; absol., Xen.
2. to take up his abode with one as a guest, to be entertained, Trag.
3. to be in foreign parts, to be abroad, Soph., Eur.: to go into banishment, Eur.