βάταλος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vatalos | |Transliteration C=vatalos | ||
|Beta Code=ba/talos | |Beta Code=ba/talos | ||
|Definition=[<b class="b3">βᾱ], ὁ,</b> <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">βᾱ], ὁ,</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[πρωκτός]], <span class="bibl">Eup.82</span>; cf. <b class="b3">βάτας, βατέω</b>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[stammerer]] (cf. [[βατταρίζω]]), a nickname given to Demosthenes, <span class="bibl">Aeschin. 2.99</span>, cf. <span class="bibl">D.18.180</span>. (Codd. vary between [[βάταλος]] and [[βάτταλος]]: [[Βάτταλος]] is pr. n. in Hedyl. ap. <span class="bibl">Ath.4.167d</span>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 10 December 2020
English (LSJ)
[βᾱ], ὁ, A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω. II stammerer (cf. βατταρίζω), a nickname given to Demosthenes, Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between βάταλος and βάτταλος: Βάτταλος is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)
German (Pape)
[Seite 438] ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
βάτᾰλος: ὁ, =πρωκτός, Εὔπολ. Βαπτ. 14· - ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων = κίναιδος, pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα βαταρίζω, ἐπειδὴ ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο νέος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς βάταλος και βάτταλος·- τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὡς κύριον ὄνομα Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.
French (Bailly abrégé)
v. βάτταλος.
Greek Monolingual
βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].
Greek Monotonic
βάτᾰλος: ὁ (βάττος), σκωπτικό επώνυμο, «παρατσούκλι» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
βάταλος: ὁ v. l. = βάτταλος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H.; = πρωκτός (Eup. 82) Harpokration.
Other forms: Also βάτταλος. βατᾶς, βαδᾶς and σπάταλος wanton, lascivious s. below.
Derivatives: βαταλίζομαι live like a β. (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, of a horse) turn to and fro (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν stammer say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One suggested connection with βατέω mount; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ\/δ).
Middle Liddell
βάττος
a nickname given to Demosthenes, from his stuttering, Aeschin.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάταλος -ου, ὁ, ook βάτταλος [~ βατέω ?] betekenis onzeker; obscene verwijzing naar ‘achterste’, of stotteraar :. Plut. Demosth. 4.7.
Frisk Etymology German
βάταλος: {bátalos}
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H., nach Harpokration von Eup. (82) = πρωκτός gebraucht.
Derivative: Davon βαταλίζομαι [[wie ein βάταλος leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) hin und her drehen (Hippiatr.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; daneben βαδᾶς· κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν poltern, brudeln (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Etymology : Als volkstümliche Benennung entzieht sich βάταλος einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu βατέω besteigen, bespringen scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach βάδην, βαδίζω?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. batá- etwa Schwächling (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).
Page 1,225-226