συνασκέω: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synaskeo | |Transliteration C=synaskeo | ||
|Beta Code=sunaske/w | |Beta Code=sunaske/w | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[help]] one to [[practise]], [[σωφροσύνη]]ν καὶ [[δικαιοσύνη]]ν <span class="bibl">Isoc. 13.21</span>; δεινότητ' ἢ εὐφωνίαν <span class="bibl">D.19.339</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[train]], [[educate]], or [[discipline]] [[fully]], <span class="bibl">D.L.4.67</span>, <span class="bibl">6.23</span>; σ. τὴν αἴσθησιν <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>11</span>; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>7.4</span>; ἔν τινι <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.190</span>; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span>p.487</span> B.; σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι <span class="bibl">D.L.2.72</span>:—Pass., φάλαγξ συνησκημένη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>20</span>; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς, . . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>67.1</span>; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.<span class="title">Vit.Hippocr.</span> 4; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου <span class="bibl">D.L.3.29</span>; συνησκημένη [[ἕξις]], [[παρατήρησις]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.58,77 S. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[work up together]], πευκῆεν λίπας μα σὺν ἐλαίῳ <span class="bibl">Man.4.345</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> [[συνησκημένος]], = [[agitatus]], Gloss. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> [[co-operate]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:55, 11 December 2020
English (LSJ)
A help one to practise, σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην Isoc. 13.21; δεινότητ' ἢ εὐφωνίαν D.19.339. 2 train, educate, or discipline fully, D.L.4.67, 6.23; σ. τὴν αἴσθησιν D.H.Lys.11; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Id.Rh.7.4; ἔν τινι S.E.M.1.190; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους Eun.VSp.487 B.; σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι D.L.2.72:—Pass., φάλαγξ συνησκημένη Plu.Cleom.20; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς, . . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Phalar.Ep.67.1; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.Vit.Hippocr. 4; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου D.L.3.29; συνησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Phld.Rh.1.58,77 S. 3 work up together, πευκῆεν λίπας μα σὺν ἐλαίῳ Man.4.345. 4 συνησκημένος, = agitatus, Gloss. 5 co-operate, Aret.SD2.9.
German (Pape)
[Seite 1004] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; φάλαγξ συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20.
Greek (Liddell-Scott)
συνασκέω: ἐξασκῶ, ἀσκῶ ὁμοῦ, τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ παιδεύω ὁμοῦ, γυμνάζω, Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· περί τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι οὕτως ὥστε ἐνεργῶ ὁμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) ὁμοῦ κατεργάζομαι, «ἀνακατώνω», «δουλεύω» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), λίπασμα σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 avec un rég. de chose exercer ou pratiquer avec ou en même temps;
2 avec un rég. de pers. exercer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀσκέω.
Greek Monotonic
συνασκέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ, γυμνάζομαι από κοινού, βοηθώ στην εξάσκηση, την εκπαίδευση, σε Ισοκρ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συνασκέω:
1) одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;
2) одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;
3) всесторонне или усиленно упражнять (φάλαγξ συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ασκέω samen oefenen; samen beoefenen, helpen om te beoefenen, in praktijk te brengen. een complete training geven; perf. pass. volledig getraind zijn.
Middle Liddell
fut. ήσω
to join in practising, Isocr., Dem.