εὐσταλής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstalis | |Transliteration C=efstalis | ||
|Beta Code=eu)stalh/s | |Beta Code=eu)stalh/s | ||
|Definition=ές, (στέλλω) <span class="sense"> | |Definition=ές, (στέλλω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-equipped]], στόλος <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>795</span>; of troops, [[light-armed]], εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει <span class="bibl">Th.3.22</span>; [[ἱππεὺς]] -έστατος <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>7.8</span>, etc.; ὁπλισμὸς -έστερος <span class="bibl">D.H.7.59</span>; <b class="b3">τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον</b>, = [[εὐστάλεια]], <span class="bibl">Hdn.3.8.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[convenient]], [[neat]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span> 37</span> (Comp.), prob. in Id.<span class="title">Mochl.</span>1; [[convenient to handle]], [[manageable]], σωμάτιον <span class="bibl">Id.<span class="title">Superf.</span>7</span> (Comp.); <b class="b3">πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής</b> a fair and [[easy]] voyage, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>780</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[compact]], εὐ. τὸν ὄγκον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>34</span>; σώματα Id.2.353a; <b class="b3">εὐ. δίαιτα</b> [[light]] diet, Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> <b class="b2">correct in habit and manners, well-behaved</b>, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span> 90a</span>, cf. <span class="bibl">Diod.Com.2.17</span>; [[orderly]], ἱερουργίαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>12</span>; in dress, [[neat]], [[trim]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>54</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -[[λῶς]], Ion. -[[λέως]], of dress, [[well girt up]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>3</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.97</span>; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐ. ἐκτρέχειν <span class="bibl">Hdn.4.15.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of bandaging, [[compactly]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>9</span> (Sup.), <span class="title">Mochl.</span>1 codd. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[decently]], [[in order]], ταφῆναι <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:25, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, (στέλλω) A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς -έστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς -έστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5. 2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής a fair and easy voyage, S.Ph.780. 3 compact, εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8. 4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54. II Adv. -λῶς, Ion. -λέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐ. ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1. 2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd. 3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien équipé;
2 dont l’équipement est bien proportionné ou ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;
3 en gén. de tenue correcte;
4 aisé, facile.
Étymologie: εὖ, στέλλω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῡς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῑς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. α-σταλής, μονο-σταλής].
Greek Monotonic
εὐστᾰλής: -ές (στέλλω),·
1. καλά εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, ψιλά, ελαφρά οπλισμένοι, Λατ. expeditus, σε Θουκ., Ξεν.
2. απλός, εύκολος, ευχάριστος, σε Σοφ.
3. καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, συμπαγής, σε Πλούτ.
4. αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, καθαρός και περιποιημένος, συγυρισμένος, φροντισμένος, ευπρεπής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰλής:
1) хорошо снаряженный (στόλος Aesch.);
2) (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);
3) хорошо сидящий в седле (ἱππεύς Xen.);
4) легкий, подвижной (σῶμα Plut. - ср. 2);
5) легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);
6) легкий, благополучный (πλοῦς Soph.);
7) (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный (ἀνήρ Plat.);
8) правильный, нормальный (ὑστέρα Arst.).
Middle Liddell
εὐ-στᾰλής, ές στέλλω
1. well-equipt, Aesch.; of troops, light-armed, Lat. expeditus, Thuc., Xen.
2. well-conducted, favourable, Soph.
3. well-packed, compact, Plut.
4. well-behaved, mannerly, Plat.: —in dress, neat, trim, Luc.