παραδρομή: Difference between revisions

From LSJ

οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradromi
|Transliteration C=paradromi
|Beta Code=paradromh/
|Beta Code=paradromh/
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[running beside]]: hence concretely, <b class="b3">π. κολάκων</b> [[attendant swarm]] of flatterers, <span class="bibl">Posidon. 7</span> J.; <b class="b3">μετὰ πολλῆς π</b>. with a large [[train]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>3.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[running by]], [[traversing]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>17</span>; <b class="b3">ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον</b> [[cursorily]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b24</span>; ἐκ παραδρομῆς <span class="bibl">Plb.21.34.2</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running beside]]: hence concretely, <b class="b3">π. κολάκων</b> [[attendant swarm]] of flatterers, <span class="bibl">Posidon. 7</span> J.; <b class="b3">μετὰ πολλῆς π</b>. with a large [[train]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>3.28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[running by]], [[traversing]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>17</span>; <b class="b3">ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον</b> [[cursorily]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b24</span>; ἐκ παραδρομῆς <span class="bibl">Plb.21.34.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:10, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδρομή Medium diacritics: παραδρομή Low diacritics: παραδρομή Capitals: ΠΑΡΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: paradromḗ Transliteration B: paradromē Transliteration C: paradromi Beta Code: paradromh/

English (LSJ)

ἡ, A running beside: hence concretely, π. κολάκων attendant swarm of flatterers, Posidon. 7 J.; μετὰ πολλῆς π. with a large train, LXX 2 Ma.3.28. II running by, traversing, Plu.Alex.17; ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον cursorily, Arist.Pol.1336b24; ἐκ παραδρομῆς Plb.21.34.2.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων παραδρομή, das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., σμῆνος κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· οὕτως, ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) παρέλευσις, μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course à travers ou au delà ; cours du temps.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
απροσεξία, αβλεψίαλάθος εκ παραδρομής»)
μσν.
(για χρόνο) παρέλευση, πέρασμαμετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται κάποιος με προθυμίαπαραδρομή κολάκων», Ποσειδών)
2. ακολουθία, συνοδείαμετὰ πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)
3. διάβαση, πέρασμα από κάπου
4. φρ. «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αόρ. του τρέχω), πρβλ. επιδρομή].

Greek Monotonic

παραδρομή: ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως, περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παραδρομή: ἡ пробегание, быстрое прохождение (τῆς Παμφυλίας Plut.): ἐκ παραδρομῆς Arst., Plut. и ἐν παραδρομῇ Arst. мимоходом, вскользь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδρομή -ῆς, ἡ [παραδραμεῖν] doortocht:; τῆς Παμφυλίας π. vaart langs Pamphylië Plut. Alex. 17.6; overdr.: ἐν παραδρομῇ terloops Aristot. Pol. 1336b24.

Middle Liddell

παραδρομή, ἡ, παραδραμεῖν
a running beside or over, traversing, Plut.; ἐν παραδρομῇ cursorily, Arist.