καχεξία: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kacheksia | |Transliteration C=kacheksia | ||
|Beta Code=kaxeci/a | |Beta Code=kaxeci/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bad habit of body]], opp. [[εὐεξία]], Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distinguished from [[κακοχυμία]], Gal. 10.263.<br><span class="bld">2</span> of the mind, [[bad disposition]], [[disaffection]], Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14.<br><span class="bld">3</span> in Lit. Crit., [[bad style]], καχεξία τῆς [[ἑρμηνεία]]ς Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 16:12, 10 January 2022
English (LSJ)
ἡ,
A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distinguished from κακοχυμία, Gal. 10.263.
2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14.
3 in Lit. Crit., bad style, καχεξία τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Ggstz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Übertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].
Greek Monotonic
κᾰχεξία: ἡ (ἕξις), κακή κατάσταση σώματος, αντίθ. προς το εὐεξία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
καχεξία: ἡ
1) плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);
2) дурное настроение Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bad condition of body or mind (IA.)
Derivatives: backformation καχέκτης m. in bad condition, ill, ill-disposed, from where καχεκτικός, -τέω, -τεύομαι (hell.), also καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; uncertain).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of κακῶς ἔχειν; opposite εὑεξία with -έκτης etc.
Middle Liddell
κᾰχ-εξία, ἡ, ἕξις
a bad habit of body, opp. to εὐεξία, Plat., etc.
Frisk Etymology German
καχεξία: {kakheksía}
Grammar: f.
Meaning: ‘schlechter Zustand des Körpers od. der Seele, Unwohlsein’ (ion. att.)
Derivative: mit der Rückbildung καχέκτης m. in schlechtem Zustand befindlich, krank, übelgesinnt, wovon καχεκτικός, -τέω, -τεύομαι (hell. u. spät), auch καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; nicht sicher).
Etymology : Zusammenbildung aus κακῶς ἔχειν; Gegensatz εὐεξία mit -έκτης usw. von εὖ ἔχειν.
Page 1,804