πτωχεύω: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ἐπτώχευσα; ([[πτωχός]], [[which]] [[see]]); [[properly]], to be a [[beggar]], to [[beg]]; so in classical Greek from | |txtha=1st aorist ἐπτώχευσα; ([[πτωχός]], [[which]] [[see]]); [[properly]], to be a [[beggar]], to [[beg]]; so in classical Greek from Homer down; in the N. T. [[once]], to be [[poor]]: [[πλούσιος]], b. at the [[end]] (Sept. for דָּלַל to be [[weak]], [[afflicted]], נורַשׁ to be reduced to [[want]], רוּשׁ to be [[needy]], Psalm 34:11>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:26, 29 May 2022
English (LSJ)
fut. A -σω Od. 15.309: Ep. impf. πτωχεύεσκον 18.2:—to be a beggar, go begging, Il.cc.; ἀνὰ δῆμον 19.73, cf. Tyrt.10.4, Ar.Nu.921 (anap.), etc.; ἐπὶ ξενίας Antipho 2.2.9. 2 to be as poor as a beggar, Antiph.322, Pl. Erx.394b. 3 metaph. c. gen., to be badly off for, πραγμάτων, of historians, Plb.7.7.6. II trans., beg (for), δαῖτα Od.17.11, 19. 2 c. acc.pers., ask an alms of, φίλους Thgn.922.
German (Pape)
[Seite 812] betteln; ἀνὰ δῆμον, Od. 19, 73; κατὰ ἄστυ πτωχεύεσκε, 18, 2. – Auch c. accus., erbetteln, ὄφρ' ἂν ἐκεῖθι δαῖτα πτωχεύῃ, 17, 11. 19; – als Bettler angehen, ansprechen, φίλους, Theogn. 918. – Ar. Nubb. 921; u. in Prosa: Antiph. 2 β 6; Plat. Eryx. 394 b; Plut. Flam. 21; Luc. Necyom. 17; – bettelarm sein, Antiphan. in B. A. 112.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχεύω: μέλλ. -σω· Ἰωνικ. παρατ. πτωχεύεσκον Ὀδ. Σ. 2· - εἶμαι πτωχός, δηλ. ἐπαίτης, ἐπαιτῶ, πρὸς ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Ὀδ. Ο. 309, Τ. 75, πρβλ. Τυρταῖ. 7. 4, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 921, κτλ.· ἐπὶ ξενίας Ἀντιφῶν 117. 22. 2) εἶμαι πτωχὸς ὅσον ὁ ἐπαίτης, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 83, Πλάτ. Ἐρυξ. 394Β. 3) πτ. τινός, εἶμαι πτωχὸς εἴς τι, στεροῦμαι, Ἐκκλ. μεταφορ., πτ. τὴν διάνοιαν Ἰω. Χρυσ. II. μεταβ., λαμβάνω ἐπαιτῶν, δαῖτα Ὀδ. Ρ. 11. 19. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπαιτῶ, ζητῶ ἐλεημοσύνην παρά τινος, φίλους Θέογν. 918. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α´, σ. 168.
French (Bailly abrégé)
mendier : δαῖτα OD sa nourriture ; τινά, auprès de qqn.
Étymologie: πτωχός.
English (Autenrieth)
(πτωχός), ipf. iter. πτωχεύεσκε, fut. part. πτωχεύσων: be a beggar, beg; trans., δαῖτα, Od. 17.11, 19.
English (Strong)
from πτωχός; to be a beggar, i.e. (by implication) to become indigent (figuratively): become poor.
English (Thayer)
1st aorist ἐπτώχευσα; (πτωχός, which see); properly, to be a beggar, to beg; so in classical Greek from Homer down; in the N. T. once, to be poor: πλούσιος, b. at the end (Sept. for דָּלַל to be weak, afflicted, נורַשׁ to be reduced to want, רוּשׁ to be needy, Psalm 34:11>).
Greek Monolingual
ΝΜΑ πτωχός
νεοελλ.
κηρύσσομαι σε πτώχευση, αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, κν. φαλίρω
μσν.-αρχ.
είμαι φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία (α. «πτωχεύειν ἤρξατο ὁ τὰ πλούσια δῶρα χαριζόμενος», Μηναί.
β. «ἤ πῶς ἄν οὗτος πλουσιώτατος εἴη, ὅν γε οὐδὲν κωλύει πτωχεύειν...», Πλάτ.)
2. ταπεινώνομαι, δείχνω ταπείνωση (α. «ἐκ βροτῶν σωτηρίαν πτωχεύσαντι Χριστῷ», Μηναί.
β. «γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῡ Χριστοῦ ὅτι δι' ἡμαῑ ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν», ΚΔ.)
αρχ.
1. ζητιανεύω (σὺ δ' εὖ πράττεις, καίτοι πρότερον γ' ἐπτώχευες», Αριστοφ.)
2. ζητώ ελεημοσύνη («πτωχεύει δὲ φίλους πάντας ὅπού τιν' ἴδῃ», Θέογν.).
Greek Monotonic
πτωχεύω: Ιων. παρατ. πτωχεύεσκον, μέλ. -εύσω,
I. είμαι φτωχός, δηλ. επαίτης, πηγαίνω να ζητιανέψω, ζητιανεύω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. 1. μτβ., λαμβάνω επαιτώντας, δαῖτα, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., επαιτώ ή ζητώ ελεημοσύνη από, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
πτωχεύω: (эп. impf. iter. πτωχεύεσκον)
1) нищенствовать, побираться, просить подаяния (κατὰ ἄστυ, ἀνὰ δῆμον Hom.);
2) выпрашивать (δαῖτα Hom.);
3) жить в нищете Plat.;
4) нищать (ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτωχεύω [πτωχός] iter. imperf. 3 sing. πτωχεύεσκεν, bédelen, ook met acc.:; δαῖτα π. om een maaltijd bedelen; arm zijn, arm worden:. ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν van rijk man verviel hij tot armoede NT 2 Cor. 8.9.
Middle Liddell
πτωχεύω,
I. to be a beggar, go begging, beg, Od., Ar., etc.
II. trans. to get by begging, δαῖτα Od.
2. c. acc. pers. to beg or ask an alms of, Theogn.
Chinese
原文音譯:ptwceÚw 普拖休哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成了)貧窮 相當於: (דָּלַל) (יָרַשׁ)
字義溯源:成了貧窮;源自(πτωχός)=乞丐,窮人),而 (πτωχός)出自(πτῶσις)X*=蹲伏)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 成了貧窮(1) 林後8:9