ὑποδέω: Difference between revisions
Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποδέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подвязывать]] (τί τινι Her.);<br /><b class="num">2)</b> med. подвязывать себе, надевать на ноги (κοθόρνους Her.; σανδάλια NT): ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. надев обувь, обувшись;<br /><b class="num">3)</b> обувать(ся): ὑποδεδεμένος τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]] Thuc. с обутой левой ногой. | |elrutext='''ὑποδέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подвязывать]] (τί τινι Her.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[подвязывать себе]], [[надевать на ноги]] (κοθόρνους Her.; σανδάλια NT): ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. надев обувь, обувшись;<br /><b class="num">3)</b> обувать(ся): ὑποδεδεμένος τὸν ἀριστερὸν [[πόδα]] Thuc. с обутой левой ногой. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:35, 22 August 2022
English (LSJ)
late Gr. ὑποδέννω Gloss., Dosith.p.435 K.:—A bind under or fasten under, ἁμαξίδας ὑ. τῇσι οὐρῇσι, of long-tailed sheep, Hdt.3.113. II esp. underbind the feet, i. e. shoe, because the ancient sandals or shoes were bound on with straps, [καμήλους] ὑ. καρβατίναις Arist.HA499a29, cf. Plu.Pomp.24, Paus.10.25.4; so Cobet restores ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, for ὑπὸ ποδῶν, in Pl.Prt.321b:—mostly in Med., bind under one's feet, put on shoes, Ar.Av.492 (anap.), Pl. Smp.220b; ὑποδουμένη = as I was putting on my shoes, Ar.Ec.36, cf. Thphr.Char.10.14; ὑποδεῖται, for the purpose of going away, Pherecr.153.4 (hex.); οἱ ἔμπαλιν ὑποδούμενοι (v. ἔμπαλιν 11.1) Pl.Tht. 193c; ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα . . τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Men.109. III in Med. and Pass., also, c. acc., 1 of that which one puts on, κοθόρνους ὑποδέεσθαι Hdt.1.155, cf. 6.125; ὑπόδημα ib.1; τὰς Λακωνικάς Ar.Ec.269; Σκυθίκαις (Aeol. accus.) Alc.103; τὰς ἐμβάδας Eub. 30, cf. Theopomp.Com.52; τὰ σανδάλια Act.Ap.12.8; cf. ὑποδύω 11.1 b:—so in pf. Pass., ὑποδήματα ὑποδεδεμένος, βλαύτας ὑποδεδεμένος, with shoes, slippers on one's feet, Pl.Grg.490e, Smp.174a; ἁπλᾶς ὑποδέδενται D. 54.34: abs., ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο = they were sleeping with their shoes on, X.An.4.5.14; ὥσπερ ὑποδεδ. Arist.PA687a28. 2 of the foot, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα = with the left foot shod, Th.3.22, cf. Arist.Fr.74; θάτερον [πόδα] σανδάλῳ ὑποδεδ. Luc.Hist.Conscr.22, cf. Ael.VH1.18; ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου Ep.Eph.6.15. IV ὑποδῆσαι· ἐνεχυρασθῆναι, Ἰταλιῶται, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1215] (s. δέω), unterbinden, bes. im med. sich die Sohlen, Sandalen unter die Füße binden, κοθόρνους ὑποδέεσθαι Her. 1, 155. 6, 1. Bei Hom. immer nur ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα u. ä., was Einige als Tmesis hierherziehen wollen; ὑποδεῖσθαι τὰς Λακωνικάς Ar. Eccl. 269, vgl. 36; u. ὑποδεδέσθαι, Plat. Charm. 174 c; μέγιστα ὑποδήματα καὶ πλεῖστα ὑποδεδεμένον περιπατεῖν Gorg. 490 e; ἁπλαῖς ὑποδέδενται Dem. 54, 34; ὑποδεδεμένοι Xen. An. 4, 5, 14; Thuc. 3, 22; Sp., wie Luc. Gymnas. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέω: μέλλ. -δήσω, δένω ὑποκάτω, τὰς ἁμαξίδας ὑπ. τῇσι οὐρῇσι, ἐπί τινων προβάτων ἐχόντων μακρὰν οὐράν, Ἡρόδ. 3. 113. ΙΙ. ὑποδένω τοὺς πόδας, προσδένω ὑπ’ αὐτοὺς σανδάλια ἢ ὑποδήματα, διότι τῶν ἀρχαίων τὰ πέδιλα ἢ σανδάλια ἐδένοντο ἐπὶ τοῦ ποδὸς διὰ λωρίων, «δι’ ὃ τὰς εἰς πόλεμον ἰούσας (δηλ. καμήλους) ὑποδοῦσι καρβατίναις, ὅταν ἀλγήσωσιν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 24, Παυσ. 10. 25, 2· οὕτως ὁ Badham ἀποκαθιστᾷ: ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, ἀντὶ ὑπὸ ποδῶν, Πλάτ. Πρωτ. 321Α· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ., δένω ὑπὸ τοὺς πόδας μου, βάλλω τὰ ὑποδήματά μου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπολύομαι (ἐκβάλλω αὐτά), οἱ δὲ βαδίζουσ’ ὑποδησάμενοι νύκτωρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 492· ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ξεν., κλπ.: ὑποδουμένη, ἐν ᾧ ἐφόρουν τὰ ὑποδήματά μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 ὑποδεῖται, ἵνα ἐξέλθῃ ἢ φύγῃ, Φερεκράτης ἐν «Χείρωνι» 3· οἱ ἔμπαλιν ὑποδούμενοι (ἴδε ἔμπαλιν ΙΙ) Πλάτ. Θεαίτ. 193C· ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα... τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. μετ’ αἰτ., 1) ἐπὶ τοῦ πράγματος τὸ ὁποῖον τις φορεῖ εἰς τοὺς πόδας, ὑποδησάμενος καθόρνους Ἡρόδ. 1. 155., 6. 125· ὑπόδημα 6. 1· τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 269· Σκυθικὰς Ἀλκαῖος 101 ὑπεδησάμην... τὰς ἐμβάδας Εὔβουλος ἐν «Δόλωνι» 1· πρβλ. ὑποδύω ΙΙ. 1. β· ― οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποδήματα, βλαύτας ὑποδεδεμένος, φορῶν βλαύτας, «παντούφλας», Πλάτ. Γοργ. 490Ε, Συμπ. 174Α· ἁπλᾶς ὑποδεδέσθαι Δημ. 1267. 22· καὶ ἀπολ., ὑποδεδεμένοι, ἔχοντες τὰ ὑποδήματά των, φοροῦντες αὐτά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· ὥσπερ ὑποδεδ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 23· ἤ, 2) ἐπὶ τοῦ ποδός, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα, ἔχοντες ὑπόδημα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα, Θουκ. 3. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 64· θάτερον δὲ (πόδα) σανδάλῳ ὑποδεδ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22. ― Πρβλ. ὑπόδημα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attacher sous : ἁμαξίδας ὑπ. τῇσι οὐρῇσι HDT attacher des chariots sous la queue (de petits moutons à longue queue);
Moy. ὑποδέομαι, ὑποδοῦμαι attacher sous soi : ὑπ. κοθόρνους HDT ses cothurnes ; se chausser : ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα THC ayant le pied gauche chaussé ; abs. ὑποδεδεμένοι XÉN étant chaussés.
Étymologie: ὑπό, δέω¹.
Spanish
English (Strong)
from ὑπό and δέω; to bind under one's feet, i.e. put on shoes or sandals: bind on, (be) shod.
English (Thayer)
1st aorist ὑπέδησά; 1st aorist middle ὑπεδησαμην; perfect passive or middle participle ὑποδεδημενος; from Herodotus down (in Homer with tmesis); to trader-bind; mostly in the middle to bind under oneself, bind on; (participle shod); with an accusative of the thing: σανδάλια, ὑποδήματα, Xenophon, mem. 1,6, 6; Plato, Gorgias, p. 490e.); with an accusative of the member of the body: τούς πόδας with ἐν ἑτοιμασία added, with readiness (see ἑτοιμασία, 2), πόδα σανδάλω, σανδαλιοις, Lucian, quom. hist. sit conscrib. 22; Aelian v. h. 1,18). (Cf. Buttmann, § 135,2.)
Greek Monolingual
ΜΑ, και ὑποδέννυμι και ὑποδέννω και ὑποδένω Μ
δένω τα σανδάλια κάτω από τα πόδια μου, φοράω τα παπούτσια μου
αρχ.
1. τυλίγω τα πόδια με κάτι («τὰς καμήλους... ὑποδοῦσι καρβατίναις ὅταν ἀλγήσωσιν», Πλούτ.)
2. δένω κάτι από κάτω («ἁμαξίδας γὰρ ποιεῡντες ὑποδέουσι αὐτὰς τῇσι οὐρῇσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέω / δέννυμι / δένω].
Greek Monotonic
ὑποδέω: μέλ. -δήσω,
I. δένω ή προσδένω από κάτω, σε Ηρόδ.
II. ιδίως υποδένω τα πόδια, δηλ. ποδαίνω, διότι τα σανδάλια ή τα πέδιλα προσδένονταν με λουριά στα πόδια, σε Πλάτ. — Μέσ., δένω στα πόδια μου, βάζω, φορώ τα παπούτσια μου, υποδήματά μου, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης με αιτ., ὑποδησάμενος κοθόρνους, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Παθ. παρακ., ὑποδήματα ὑποδεδεμένος, με παντόφλες στα πόδια του, σε Πλάτ.· και απόλ., ὑποδεδεμένοι, φορώντας τα παπούτσια τους, σε Ξεν.· ομοίως, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα, με παπούτσι στο αριστερό πόδι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέω:
1) подвязывать (τί τινι Her.);
2) med. подвязывать себе, надевать на ноги (κοθόρνους Her.; σανδάλια NT): ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. надев обувь, обувшись;
3) обувать(ся): ὑποδεδεμένος τὸν ἀριστερὸν πόδα Thuc. с обутой левой ногой.
Middle Liddell
fut. -δήσω
I. to bind or fasten under, Hdt.
II. esp. to underbind, i. e. to shoe, because the sandals or shoes were bound on with straps, Plat.:—Mid. to bind under one's feet, put on shoes, Ar., Xen., etc.; also c. acc., ὑποδησάμενος κοθόρνους Hdt.:—so in perf. pass., ὑποδήματα ὑποδεδεμένος with shoes on one's feet, Plat.; and absol., ὑποδεδεμένοι with their shoes on, Xen.; so, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα with shoes on the left foot, Thuc.
Chinese
原文音譯:Øpodšw 虛坡-得哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在下-捆綁 相當於: (לָבַשׁ) (נָעַל)
字義溯源:綁在腳底下,穿鞋,綁上,穿,穿在⋯上,穿上;由(ὑπό)*=被)與(δέω)*=捆綁)組成
出現次數:總共(3);可(1);徒(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 穿在⋯上(1) 弗6:15;
2) 穿上(1) 徒12:8;
3) 穿(1) 可6:9