στεῖρος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] ([[στεῤῥός]], eigtl. starr, steif, vgl. [[στέριφος]]), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] ([[στεῤῥός]], eigtl. starr, steif, vgl. [[στέριφος]]), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br /><i>adj. f. c.</i> [[στεῖρα]];<br /><i>adj. m.</i> eunuque.<br />'''Étymologie:''' p. *στέρjος, cf. <i>lat.</i> sterilis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στεῖρος''': ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ [[στέριφος]] ΙΙ, [[στεῖρος]], [[ἄγονος]], Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ [[στεῖρος]] οὖσα [[μόσχος]] Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. [[στεῖρα]], ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.
|lstext='''στεῖρος''': ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ [[στέριφος]] ΙΙ, [[στεῖρος]], [[ἄγονος]], Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ [[στεῖρος]] οὖσα [[μόσχος]] Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. [[στεῖρα]], ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br /><i>adj. f. c.</i> [[στεῖρα]];<br /><i>adj. m.</i> eunuque.<br />'''Étymologie:''' p. *στέρjος, cf. <i>lat.</i> sterilis.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεῖρος Medium diacritics: στεῖρος Low diacritics: στείρος Capitals: ΣΤΕΙΡΟΣ
Transliteration A: steîros Transliteration B: steiros Transliteration C: steiros Beta Code: stei=ros

English (LSJ)

ον E.Andr.711, barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B)) οὖσα μόσχος E. l.c.; εὐνούχους στείρους Man.1.125.

German (Pape)

[Seite 933] (στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
adj. f. c. στεῖρα;
adj. m. eunuque.
Étymologie: p. *στέρjος, cf. lat. sterilis.

Greek (Liddell-Scott)

στεῖρος: ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ στέριφος ΙΙ, στεῖρος, ἄγονος, Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. στεῖρα, ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.

English (Thayer)

στεῖρα, στειρον (equivalent to στερρός, στερεός which see; whence German starr, Latin sterilis), hard, stiff; of men and animals, barren: of a woman who does not conceive, Homer, Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.)

Greek Monolingual

-α, -ο / στεῑρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και στερρός, -όν, Α
αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.
β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)
νεοελλ.
1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή) άγονος, χωρίς αποτέλεσμα, ατελέσφοροςστείρα αντιπαράθεση»)
2. μη παραγωγικός, άκαρπος («στείρο έδαφος»)
3. καθετί που δεν περιέχει μικροβιακά σπόρια ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης
4. το θηλ. ως ουσ. η στείρα
ονομασία του ψαριού πολυπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στεῖρος σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, παρθένα» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, αυτού που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει].

Greek Monotonic

στεῖρος: -ον, = στερρός II, στείρος, αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, άγονος, στέρφος, Λατ. sterilis, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεῖρος, -α, -ον onvruchtbaar, steriel:. ἦν ἡ Ἐλισάβετ στεῖρα Elizabeth was onvruchtbaar NT Luc. 1.7.

Russian (Dvoretsky)

στεῖρος: яловый, бесплодный (ἡ μόσχος Eur.; δένδρον Arst.).

Middle Liddell

στεῖρος, ον, = στερρός II]
barren, Lat. sterilis, Eur.