μόσχευμα: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moschevma | |Transliteration C=moschevma | ||
|Beta Code=mo/sxeuma | |Beta Code=mo/sxeuma | ||
|Definition=ατος, τό, [[sucker taken off and planted]], [[offset]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>2.2.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>3.11.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>33.4</span>, al. (iii B. C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>4.3</span>, <span class="bibl">Ph.1.398</span>, PLond.ined. <span class="bibl">2316</span> <span class="title">A.</span> | |Definition=ατος, τό, [[sucker taken off and planted]], [[offset]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>2.2.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>3.11.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>33.4</span>, al. (iii B. C.), <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Wi.</span>4.3</span>, <span class="bibl">Ph.1.398</span>, PLond.ined. <span class="bibl">2316</span> <span class="title">A.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 15 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, sucker taken off and planted, offset, Thphr. HP2.2.5, CP3.11.5, PCair.Zen.33.4, al. (iii B. C.), LXX Wi.4.3, Ph.1.398, PLond.ined. 2316 A.
German (Pape)
[Seite 209] τό, abgenommener u. eingepflanzter Wurzelsproßling, Ableger, Theophr. u. Sp., auch übertr. von Menschen, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
μόσχευμα: τό, παραφυὰς ἣν λαβών τις φυτεύει ἀλλαχοῦ, Λατ. stolo, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 5, Ἑβδ. (Σοφ. Δ΄, 3), Φίλων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοσχεύματα. τὰ νεόφυτα».
Greek Monolingual
το (Α μόσχευμα) μοσχεύω (Ι)]
ο βλαστός που αποκόπτεται από το μητρικό φυτό και τοποθετείται σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζει ρίζες και αναπτύσσεται σε πλήρες φυτό
νεοελλ.
1. (ιατρ.-γεωπ.) τμήμα ιστού ή ολόκληρο όργανο ενός οργανισμού ζώου ή φυτού, που αφαιρείται από τη φυσική του θέση και μεταφέρεται σε άλλο σημείο του σώματος του ίδιου ή άλλου ατόμου, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη συνέχιση της ζωής του
2. φρ. α) «μόσχευμα μυελού»
(αιματολ.) ενδοφλέβια ένεση αιμοποιητικού μυελού τών οστών που χρησιμοποιείται κατά το πρώτο χρονικό διάστημα της αγωγής τών απλαστικών αναιμιών και τών ακτινοβολήσεων
β) «απόρριψη μοσχεύματος»
ιατρ. ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού του ξενιστή, ο οποίος δεν δέχεται το μόσχευμα
αρχ.
στον πληθ. τὰ μοσχεύματα
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ νεόφυτα».