εξίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξίστημι]], μέσ. [[εξίσταμαι]] και [[ἐξιστάνω]] και ἐξιστῶ, -άω) [[ίστημι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μένω]] [[έκθαμβος]], [[σαστίζω]] («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ταράζομαι, [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκυῑα</i><br />έξαλλη, [[αλλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] από τη [[θέση]] του, [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]] («ἡ μὲν [[λύπη]] ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐξίστησι</i><br />τραβά την [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[ερεθίζω]], συνταράζω («γυναῑκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾱς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]] («ἀρετῆς [[ὕψος]] εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[κανονίζω]] («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)<br /><b>6.</b> [[σταθμίζω]] («[[πολλάκις]] ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[βγαίνω]] από τον αρμό<br /><b>9.</b> [[παραιτούμαι]] από την [[κατοχή]] ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]] («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («ἐγὼ μὼν ὁ [[αὐτός]] εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εξέχω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>13.</b> (για [[γλώσσα]]) [[διαφέρω]] από την [[κοινή]] [[χρήση]]·,<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — [[κάνω]] κάποιον έξω φρενών<br /><b>15.</b> (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκὸς</i> και <i>ξεστηκός</i>, <i>ο</i> (Μ ἐξεστηκός)<br />ο [[εμβρόντητος]].
|mltxt=(AM [[ἐξίστημι]], μέσ. [[εξίσταμαι]] και [[ἐξιστάνω]] και ἐξιστῶ, -άω) [[ίστημι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μένω]] [[έκθαμβος]], [[σαστίζω]] («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ταράζομαι, [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκυῑα</i><br />έξαλλη, [[αλλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] από τη [[θέση]] του, [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]] («ἡ μὲν [[λύπη]] ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐξίστησι</i><br />τραβά την [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[ερεθίζω]], συνταράζω («γυναῑκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]] («ἀρετῆς [[ὕψος]] εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[κανονίζω]] («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)<br /><b>6.</b> [[σταθμίζω]] («[[πολλάκις]] ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[βγαίνω]] από τον αρμό<br /><b>9.</b> [[παραιτούμαι]] από την [[κατοχή]] ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]] («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («ἐγὼ μὼν ὁ [[αὐτός]] εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εξέχω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>13.</b> (για [[γλώσσα]]) [[διαφέρω]] από την [[κοινή]] [[χρήση]]·,<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — [[κάνω]] κάποιον έξω φρενών<br /><b>15.</b> (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκὸς</i> και <i>ξεστηκός</i>, <i>ο</i> (Μ ἐξεστηκός)<br />ο [[εμβρόντητος]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 9 September 2022

Greek Monolingual

(AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, -άω) ίστημι
μσν.- νεοελλ.
μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)
μσν.
1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω
2. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα
έξαλλη, αλλόφρων
αρχ.
1. μετακινώ από τη θέση του, μεταβάλλω, αλλοιώνω («ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», Αριστοτ.)
2. απρόσ. ἐξίστησι
τραβά την προσοχή
3. ερεθίζω, συνταράζω («γυναῑκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)
4. παρακινώ («ἀρετῆς ὕψος εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
5. διευθετώ, κανονίζω («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)
6. σταθμίζωπολλάκις ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)
7. (παθ. και μέσ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», Ξεν.)
8. βγαίνω από τον αρμό
9. παραιτούμαι από την κατοχή ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», Θουκ.)
10. εγκαταλείπω, παρατώ («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)
11. μέσ. αλλάζω γνώμη («ἐγὼ μὼν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», Θουκ.)
12. εξέχω, υπερβάλλω
13. (για γλώσσα) διαφέρω από την κοινή χρήση·,
14. φρ. «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — κάνω κάποιον έξω φρενών
15. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκὸς και ξεστηκός, ο (Μ ἐξεστηκός)
ο εμβρόντητος.