καθοπλίζω: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>ao.</i> καθώπλισα;<br /><b>1</b> armer;<br /><b>2</b> triompher de, vaincre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁπλίζω]]. | |btext=<i>ao.</i> καθώπλισα;<br /><b>1</b> armer;<br /><b>2</b> triompher de, vaincre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁπλίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καθ-οπλίζω bewapenen, van wapens voorzien; med. zich bewapenen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθοπλίζω:''' [[вооружать]] (τῇ [[πανοπλία]] Aeschin.; τῶν οἰκετῶν [[τριάκοντα]] Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ. | |lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθοπλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ὁπλίζω]] ἐντελῶς, καθοπλίσας [[τῇδε]] τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ [[τέλος]]. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ [[φράσις]]: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις [[εἶναι]]: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
A equip, arm fully, τῇ πανοπλία Aeschin.3.154, cf. Decr. ap.D.18.116, Aristeas 14:—Med., arm oneself fully, Batr.122, 160, Plb.3.62.7, Plu.Phil.9, etc.; τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο = armed themselves fully LXX 4 Ma.3.12:—Pass., to be armed, X.Cyr.2.1.11; καθωπλισμένοι εἰς τὰ Μακεδονικά D.S.19.27; θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος = furnished with the censer, LXX 4 Ma.7.11: metaph., καλοκἀγαθίᾳ καθωπλισμένος = armed with nobility ib.11.22.
II array, set in order: metaph., τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα δύο φέρειν = have armed against dishounor, so that you might win in one breath a twofold praise / so ordering that which is not well as to... S.El.1087 (lyr., Sch. καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα).
German (Pape)
[Seite 1288] bewaffnen, ausrüsten, τῇ πανοπλίᾳ Aesch. 3, 154, Sp., wie Plut. Cam. 34; die Bdtg »mit den Waffen bekämpfen, besiegen« ist falsch aus Soph. El. 1076 hergeleitet, wo τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα = »das Verbrechen bewaffnend« ist. – Med. sich rüsten, Pol. 3, 62, 7 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ao. καθώπλισα;
1 armer;
2 triompher de, vaincre, acc..
Étymologie: κατά, ὁπλίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-οπλίζω bewapenen, van wapens voorzien; med. zich bewapenen.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθοπλίζω: вооружать (τῇ πανοπλία Aeschin.; τῶν οἰκετῶν τριάκοντα Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление).
English (Strong)
from κατά; and ὁπλίζω; to equip fully with armor: arm.
English (Thayer)
perfect passive participle καθωπλισμένος; "to arm (fully (cf. κατά, III:1 at the end)), furnish with arms": Xenophon, Plutarch, and others; the Sept..)
Greek Monolingual
(Α καθοπλίζω)
εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.)
αρχ.
1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.)
2. παθ. καθοπλίζομαι
α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς ὁρῶν... καθωπλισμένους οὕτω», Ξεν.)
β) είμαι εφοδιασμένος με κάτι («τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος» ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁπλίζω (< ὅπλον)].
Greek Monotonic
καθοπλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. εξοπλίζω ή οπλίζω πλήρως, τῇ πανοπλίᾳ, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα, αυτή που έχει οπλιστεί εναντίον της ατιμίας, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καθοπλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁπλίζω ἐντελῶς, καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ τέλος. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ φράσις: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις εἶναι: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
I. to equip or arm fully, τῇ πανοπλίᾳ Aeschin.:—Pass. to be so armed, Xen.
II. τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα having taken arms against dishonour, Soph.
Chinese
原文音譯:kaqopl⋯zw 卡特-哦普利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-器具
字義溯源:充分武裝,裝備,排列,披掛整齊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὁπλίζω)=裝備)組成;而 (ὁπλίζω)出自(ὅπλον)*=器具)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 披掛整齊(1) 路11:21