ποδώκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> aux pieds agiles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> agile, prompt, vif;<br /><i>Sp.</i> ποδωκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ὠκύς]].
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> aux pieds agiles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> agile, prompt, vif;<br /><i>Sp.</i> ποδωκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ὠκύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδώκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быстроногий]] ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.; ἵπποι Plat.; [[λαγώς]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[быстрый]], [[стремительный]] ([[ὄμμα]] Aesch.; [[θεῶν]] βλάβαι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]),·<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποδώκης]] [[ἄνθρωπος]], σε Θουκ.· [[λαγώς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, γρήγορος, [[ταχύς]], [[ὄμμα]], σε Αισχύλ.· [[θεῶν]] ποδώκεις, <i>βλάβαι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ποδώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]),·<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποδώκης]] [[ἄνθρωπος]], σε Θουκ.· [[λαγώς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, γρήγορος, [[ταχύς]], [[ὄμμα]], σε Αισχύλ.· [[θεῶν]] ποδώκεις, <i>βλάβαι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδώκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быстроногий]] ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.; ἵπποι Plat.; [[λαγώς]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[быстрый]], [[стремительный]] ([[ὄμμα]] Aesch.; [[θεῶν]] βλάβαι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποδ-ώκης, ες [[ὠκύς]]<br /><b class="num">1.</b> [[swift-footed]], of [[Achilles]], Il.; π. [[ἄνθρωπος]] Thuc.; [[λαγώς]] Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[swift]], [[quick]], [[ὄμμα]] Aesch.; [[θεῶν]] π. βλάβαι Soph.
|mdlsjtxt=ποδ-ώκης, ες [[ὠκύς]]<br /><b class="num">1.</b> [[swift-footed]], of [[Achilles]], Il.; π. [[ἄνθρωπος]] Thuc.; [[λαγώς]] Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[swift]], [[quick]], [[ὄμμα]] Aesch.; [[θεῶν]] π. βλάβαι Soph.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδώκης Medium diacritics: ποδώκης Low diacritics: ποδώκης Capitals: ΠΟΔΩΚΗΣ
Transliteration A: podṓkēs Transliteration B: podōkēs Transliteration C: podokis Beta Code: podw/khs

English (LSJ)

ες, (ὠκύς)
A swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, Hom. (esp. in Il.), mostly epithet of Achilles, 2.860, al.; of Dolon, 10.316; of the mares of Eumelus, 2.764, cf. Hes.Sc.191: in Prose, ἄνθρωπος Th.3.98, cf. Plu. Fab.7; δρομεύς Alcid.Soph.7; ἡμεροσκόποι Aen.Tact.6.5; [ἐφ' ἵππων] ὅτι ποδώκεστάτων Pl.R.467e, cf. Palaeph.1 (Comp.); κύων Id.4; λαγώς X.Mem.3.11.8.
2 generally, swift, quick, ὄμμα A.Th.623 (nisi leg. οἶμα) ποδώκει χαλκεύματι Id.Ch.576; τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται Id.Fr.22; θεῶν π. βλάβαι S.Ant.1104: metaph., hasty, impetuous, rash, οὐ χρὴ π. τὸν τρόπον λίαν φορεῖν Trag.Adesp.519: Sup. ποδωκέστατος Pl.l.c.; Ep. ποδωκηέστατος A.R.1.180.

German (Pape)

[Seite 643] ες, fußschnell, schnellfüßig; Hom., bes. in der Il., gew. Beiwort des Achill; auch bei Hes. u. sp. D.; überh. schnell; ποδῶκες ὄμμα, Aesch. Spt. 605, χάλκευμα, Ch. 569; θεῶν ποδώκεις βλάβαι, Soph. Ant. 1104; auch in Prosa: ἄνθρωποι, Thuc. 3, 98; ἐφ' ἵππ ων ὅτι ποδωκεστάτων, Plat. Rep. V, 467 e; δρομεύς, Alcidam. sophist. p. 674, 18; Plut. Fab. Max. 7; ἱππεῖς, Sull. 17. – An. Rh. 1, 180 hat (wie von ποδωκήεις) den superl. ποδωκηέστατος.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 aux pieds agiles;
2 p. ext. agile, prompt, vif;
Sp. ποδωκέστατος.
Étymologie: πούς, ὠκύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδώκης -ες [πούς, ὠκύς] snelvoetig, van pers. of dieren; uitbr. van zaken snel:. ποδῶκες ὄμμα zijn oog is snel Aeschl. Sept. 623.

Russian (Dvoretsky)

ποδώκης:
1) быстроногий (Ἀχιλλεύς Hom.; ἵπποι Plat.; λαγώς Xen.);
2) быстрый, стремительный (ὄμμα Aesch.; θεῶν βλάβαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ποδώκης: -ες, (ὠκὺς) ὁ πόδας ὠκύς, ταχὺς τοὺς πόδας, ὠκύπους, Ὅμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.), τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως· τοῦ Δόλωνος Κ. 316· τῶν ἵππων τοῦ Εὐμήλου, ποδώκεας ὄρνιθας ὣς Β. 764· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ.· ἐνίοτε δὲ καὶ παρ’ Ἀττικοῖς πεζογράφοις, ἄνθρωπος Θουκ. 3. 98· [ἐφ’ ἵππων] ὅτι ποδωκεστάτων Πλάτ. Πολ. 467Ε· λαγὼς Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8. 2) καθόλου, ταχύς, ὄμμα Αἰσχύλ. Θήβ. 623· ποδώκει χαλκεύματι ὁ αὐτ. ἐν Χο. 576· τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 383· π. τὸν τρόπον... φορεῖν αὐτόθι 258· θεῶν π. βλάβαι Σοφ. Ἀντ. 1104· ― μεταφορ., ὁρμητικός, ταχύς, ἐσπευσμένος, τρόπος Χαιρήμ. παρὰ Στοβ. 53. 5. ― Ὑπερθ. ποδωκέστατος, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτασιν, ποδωκηέστατος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 180· πρβλ. ὑπεροπληέστατος.

English (Autenrieth)

ες (ὠκύς): swift of foot, fleet-footed.

Greek Monolingual

-ες, Α
1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ.
β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.)
2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.)
3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ώκης (< ὦκος< ὠκύς «ταχύς, γρήγορος»), πρβλ. ανεμ-ώκης, ιππ-ώκης].

Greek Monotonic

ποδώκης: -ες (ὠκύς),·
1. γρήγορος, ταχύς στα πόδια, γοργοπόδαρος, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποδώκης ἄνθρωπος, σε Θουκ.· λαγώς, σε Ξεν.
2. γενικά, γρήγορος, ταχύς, ὄμμα, σε Αισχύλ.· θεῶν ποδώκεις, βλάβαι, σε Σοφ.

Middle Liddell

ποδ-ώκης, ες ὠκύς
1. swift-footed, of Achilles, Il.; π. ἄνθρωπος Thuc.; λαγώς Xen.
2. generally, swift, quick, ὄμμα Aesch.; θεῶν π. βλάβαι Soph.