ἀμυσχρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />non souillé, pur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μύσος]].
|btext=ός, όν :<br />non souillé, pur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μύσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμυσχρός:''' [[незапятнанный]], [[чистый]] Babr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυσχρός]], -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και [[ἀμυχνός]], -ή, -όν)<br />[[αμόλυντος]], [[καθαρός]], [[αγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μύσκος]] «[[μίασμα]], [[κήδος]]» (<b>Ησύχ.</b>), ή [[μύσος]] «[[ακαθαρσία]], [[μόλυνση]], [[μίασμα]]». Πρόκειται για εκφραστικό [[επίθετο]] σε -<i>χρος</i> ([[ἀμυσχρός]]: [[ἀμύσσω]] [[κατά]] το [[βδελυχρός]]: <i>βδελύσσω</i>). Ο υπερωϊκός [[φθόγγος]] σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις [[είναι]] [[συχνά]] [[δασύς]]].
|mltxt=[[ἀμυσχρός]], -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και [[ἀμυχνός]], -ή, -όν)<br />[[αμόλυντος]], [[καθαρός]], [[αγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μύσκος]] «[[μίασμα]], [[κήδος]]» (<b>Ησύχ.</b>), ή [[μύσος]] «[[ακαθαρσία]], [[μόλυνση]], [[μίασμα]]». Πρόκειται για εκφραστικό [[επίθετο]] σε -<i>χρος</i> ([[ἀμυσχρός]]: [[ἀμύσσω]] [[κατά]] το [[βδελυχρός]]: <i>βδελύσσω</i>). Ο υπερωϊκός [[φθόγγος]] σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις [[είναι]] [[συχνά]] [[δασύς]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμυσχρός:''' [[незапятнанный]], [[чистый]] Babr.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυσχρός Medium diacritics: ἀμυσχρός Low diacritics: αμυσχρός Capitals: ΑΜΥΣΧΡΟΣ
Transliteration A: amyschrós Transliteration B: amyschros Transliteration C: amyschros Beta Code: a)musxro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μύσος) undefiled, Parth.Fr.2, prob. l. in S.Fr. 1005, cf. Hsch., EM87.26 (ἀμυχρόν Phot.p.97 R.; ἀμυχνόν, ἀμυγνόν, ἀμύσκαρον are also cited by Suid.).

Spanish (DGE)

-ά, -όν
• Alolema(s): lacon. ἀμου- en Hsch.
intacto, impoluto, sin mancilla S.Fr.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.Fr.2, cf. Hsch.
• Etimología: Igual que ἀμυχρός, ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con ἀμύξανος y μύκος· μιαρός, q.u.

German (Pape)

[Seite 133] (μύσος?), unbefleckt, rein, Parthen. bei Hephaest. p. 9.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
non souillé, pur.
Étymologie: , μύσος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυσχρός: незапятнанный, чистый Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυσχρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀμίαντος, ἀμόλυντος, Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν ἀμυχνός, ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.

Greek Monolingual

ἀμυσχρός, -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, -ή, -όν)
αμόλυντος, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε -χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το βδελυχρός: βδελύσσω). Ο υπερωϊκός φθόγγος σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις είναι συχνά δασύς].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: untainted, pure (Parth.).
Other forms: Also ἀμυχρός (S. ap. Phot., Suid.) and ἀμυχνός, ἀμυγνός, ἀμύσκαρος (Suid.); ἄμουχα καθαρεύουσα, Λάκωνες H. ἀμυσχῆναι καθᾶραι, ἁγνίσαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: "Dies mutet alles sehr vorgriechisch an (κ/γ/χ; σ/zero)" Fur. 299; also σκ / ξ, if Fur. is right in connecting ἀμύξανος ἀνόσιος H. (with α-intensivum), cf. Fur. 393. To μύσκος μίασμα, κῆδος H. Not to ἀπομύσσω, μύξα.

Frisk Etymology German

ἀμυσχρός: {amuskhrós}
Forms: auch ἀμυχρός (S. ap. Phot., Suid.) und ἀμυχνός, ἀμυγνός, ἀμύσκαρος (Suid.); ἄμουχα· καθαρεύουσα Λάκωνες H. — ἀμυσχῆναι· καθᾶραι, ἁγνίσαι H.
Meaning: unbefleckt, rein (Parth., H., EM),
Etymology: Expressives, vielfach umgebildetes Adjektiv. Zu μύσκος· μίασμα, κῆδος H. Vgl. ἀπομύσσω, μύξα.
Page 1,98