ἀρθρόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἤρθρωσα;<br /><i>Pass. fut.</i> ἀρθρωθήσομαι, <i>part. pf.</i> ἠρθρωμένος;<br /><b>1</b> ajuster au moyen d'articulations, emboîter;<br /><b>2</b> diviser par articulations, articuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρθρον]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἤρθρωσα;<br /><i>Pass. fut.</i> ἀρθρωθήσομαι, <i>part. pf.</i> ἠρθρωμένος;<br /><b>1</b> [[ajuster au moyen d'articulations]], [[emboîter]];<br /><b>2</b> diviser par articulations, articuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρθρον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:30, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθρόω Medium diacritics: ἀρθρόω Low diacritics: αρθρόω Capitals: ΑΡΘΡΟΩ
Transliteration A: arthróō Transliteration B: arthroō Transliteration C: arthroo Beta Code: a)rqro/w

English (LSJ)

(ἄρθρον) A fasten by a joint:—Pass., to be jointed, κνημὶς περὶ σφυρὸν -οῦται Hermipp.47.3; σώματα ἠρθρωμένα well-jointed, wellknit, Hp.Aër.20; κνῆμαι ἠρθρωμέναι Arist.Phgn.810a28. II mostly of words, utter distinctly, γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνήν produces articulate sounds, X.Mem. 1.4.12 (but ἀρθρῶσαι γλῶσσαν καὶ νόον nerve the tongue and mind, v.l. in Thgn.760); of persons, render articulate, καί μ' εἰς τοῦτο . . ἤρθρωσαν οἱ θεοὶ ὅπως . . Nic. Dam.p.65 D.

Spanish (DGE)

I tr., en v. act.
1 articular gener., de la lengua τὴν φωνήν X.Mem.1.4.12, abs. ἡ γλῶσσα ἀρθροῖ προσβάλλουσα Hp.Carn.18
fig. τὸ στόμα ... ἐπὶ πλέον ἤρθρωσας diste mayor articulación a mi lengua Ph.1.476, cf. 1.586
acompasar τὰ τύμπανα dentro de un conjunto de instrumentos, Hsch.H.Hom.16.2.10.
2 conformar ἡ δ' ἄρκτος ... ἀρθροῖ τὸ γέννημα τῷ στόματι Poll.5.80
fig. καί μ' εἰς τοῦτο ... ἤρθρωσαν οἱ θεοὶ ὅπως ... Nic.Dam.68.6
en v. med.-pas. dividirse en miembros ἡ δὲ σὰρξ αὐξομένη ὑπὸ τοῦ πνεύματος ἀρθροῦται Hp.Nat.Puer.17.
II intr., en v. med.
1 articularse κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται Hermipp.48.3, αἱ δὲ πλάται πρὸς τὰ γυῖα ἤρθρωνται Hp.Loc.Hom.6, ἀρθροῦται ἄμεινον καὶ τὰ εἴσω τοῦ σώματος καὶ τὰ ἔξω Hp.Nat.Puer.17
de una llama que habla τῆς φλογὸς εἰς διάλεκτον ἀρθρουμένης Ph.2.188
en perf. estar bien dotado de articulaciones de los escitas ἠρθρωμένα τὰ σώματα μᾶλλον Hp.Aër.20, κνήμας ... ἠρθρωμένας Arist.Phgn.810a28
de la voz ἐν τῷ στόματι ἀρθροῦται Ph.1.624.
2 fig. resultar, tornarse coherente ἠρθρωμένης καὶ λογικῆς διανοίας Ph.1.195, τὸν δὲ κατὰ διάνοιαν λόγον ἀρθρούμενον Ph.1.473, ἀρθρωθήσεται πάντα Ph.2.94
hacerse evidente Hsch.

German (Pape)

[Seite 350] durch Gelenke verbinden, gliedern; φωνήν, artikulirte Laute hervorbringen, Xen. Mem. 1, 4, 12; anfügen, Hermipp. bei Ath. XV, 688 a.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἤρθρωσα;
Pass. fut. ἀρθρωθήσομαι, part. pf. ἠρθρωμένος;
1 ajuster au moyen d'articulations, emboîter;
2 diviser par articulations, articuler.
Étymologie: ἄρθρον.

Russian (Dvoretsky)

ἀρθρόω: расчленять: ἀ. τὴν φωνήν Xen. издавать членораздельные звуки; τὰ ἠρθρωμένα (sc. ζῷα) Arst. животные с дифференцированными органами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρόω: (ἄρθρον), στερεώνω δι’ ἁρμοῦ: - Παθ., προσαρμόζομαι, θώρακα δ’ ἅπας ἐμπερονᾶται, κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 2, 3˙ σώματα ἠρθρωμένα, καλῶς συνηρθρωμένα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λέξεων, προφέρω καθαρῶς καὶ διακεκριμένως, γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνὴν, παράγει ἐνάρθρους ἤχους (ὡς ὁ Λουκρέτ. 4. 549, [voces] articulat lingua), Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12˙ ἀλλ’ ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον, ἐντείνω, ἐνισχύω τὴν γλῶσσαν καὶ τὸν νοῦν, Θέογν. 758.

Greek Monotonic

ἀρθρόω: μέλ. -ώσω (ἄρθρον), προσδένω, στερεώνω με αρμό· λέγεται για λέξεις, ἡ γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνήν, η γλώσσα παράγει έναρθρους ήχους, σε Ξεν.· αλλά, ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον, εντείνω, ενισχύω τη γλώσσα και το νου, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἄρθρον
to fasten by a joint:— of words, ἡ γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνήν the tongue produces articulate sounds, Xen.; but, ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον to nerve the tongue and mind, Theogn.