ἐμβρόντητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβρόντητος:''' -ον, [[κεραυνόπληκτος]], ναρκωμένος, ζαλισμένος, [[έκθαμβος]], [[αναίσθητος]], [[κατάπληκτος]], [[ηλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''ἐμβρόντητος:''' -ον, [[κεραυνόπληκτος]], [[ναρκωμένος]], [[ζαλισμένος]], [[έκθαμβος]], [[αναίσθητος]], [[κατάπληκτος]], [[ηλίθιος]], [[μωρός]], Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dull]]
|woodrun=[[dull]]
}}
{{trml
|trtx====[[thunderstruck]]===
Armenian: շանթահար; Bulgarian: смаян, слисан, като ударен от гръм; French: [[stupéfié]], [[abasourdi]]; Galician: abraiado, estantío, apampanado; English: [[amazed]], [[astonished]], [[astounded]], [[awed]], [[overawed]], [[overwhelmed]], [[speechless]], [[stupefied]], [[surprised]]; German: [[wie vom Donner gerührt]]; Greek: [[κεραυνόπληκτος]]; Ancient Greek: [[κεραυνοπλήξ]]; Latin: [[attonitus]]; Norwegian: lamslått; Old English: hlosniende; Spanish: [[estupefacto]]
}}
}}

Revision as of 09:42, 9 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρόντητος Medium diacritics: ἐμβρόντητος Low diacritics: εμβρόντητος Capitals: ΕΜΒΡΟΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: embróntētos Transliteration B: embrontētos Transliteration C: emvrontitos Beta Code: e)mbro/nthtos

English (LSJ)

ον, A thunderstruck, stupefied, stupid, ἐ. ποιεῖν τινά v.l. in X.An.3.4.12; ὦμβρόντητε σύ thou gaping fool, Ar.Ec.793; ἐγένετ' ἐ. Antiph.233.4; ἠλιθίους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140c, cf. Men.Pk.273; ἐμβρόντητε, εἶτα νῦν λέγεις; D.18.243. II later of ideas, crack-brained, mad, ἐ. καὶ πεπλανημένον σόφισμα Porph.Chr.35; ἐμβρόντητα δὲ πάντα Orph.Fr. 47.

Spanish (DGE)

-ον
1 herido, fulminado por el rayo ὥστε κόρακά τινα ... πεσεῖν ὥσπερ ἐμβρόντητον de modo que un cuervo cayó como herido por el rayo D.C.36.30.3, de un perjuro ἐγένετ' ἐμβρόντητος Antiph.230.4.
2 fig. atronado, atónito, estúpido ὦμβρόντητε σύ Ar.Ec.793, cf. D.18.243, Men.Pc.523, Dysc.441, Com.Adesp.1014.42, Luc.DDeor.15.1, τούτους ... οἱ μὲν ἄφρονας ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ ἐμβροντήτους a esos ... unos los llaman locos, otros, idiotas Hp.Vict.1.35, cf. Pl.Alc.2.140c, οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταί Luc.Tim.1, Philopatr.2, οἱ δὲ ὠχρότεροι (ὀφθαλμοὶ) ἐμβροντήτους σημαίνουσιν Adam.1.6, ἐμβρόντητοι τὴν διάνοιαν γίνονται Hsch.H.Hom.16.4.14,
de abstr. insensato, loco σόφισμα Porph.Chr.35.

German (Pape)

[Seite 807] angedonnert, vom Blitze betäubt; übh. erschreckt, verblüfft; Xen. An. 3, 4, 12; blödsinnig, Ar. Eccl. 793; καὶ ἠλίθιος Plat. Alc. II, 140 c; Dem. 18, 243 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de la foudre ; fig.
1 frappé de stupeur;
2 qui a l'esprit égaré, insensé.
Étymologie: ἐμβροντάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβρόντητος:
1) пораженный молнией (Ζεὺς ἐμβροντήτους ποιεῖ τοὺς ἐνοικοῦντας Xen. - v.l. βροντῇ κατέπληξε);
2) обезумевший, одуревший Arph., Plat., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρόντητος: -ον, ὑπὸ τῆς βροντῆς πληγείς, ἔκθαμβος, παραπεπληγμένος τὴν διάνοιαν, μαινόμενος, Λατ. attonitus, ἐμβρ. ποιεῖν τινα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 12˙ ὦμβρόντητε σύ, ἠλίθιε σύ, «χαμένο κορμί», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 793˙ ἐγένετ’ ἐμβρ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 44˙ ἠλιθίους καὶ ἐμβρ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 240C˙ ἐμβρόντητε, τί νῦν λέξεις, Δημ. 308. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμβρόντητος, -ον)
κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τον χτύπησε κεραυνός
αρχ.
1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό
2. τρελός
3. (για ιδέα) παράλογος
4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).

Greek Monotonic

ἐμβρόντητος: -ον, κεραυνόπληκτος, ναρκωμένος, ζαλισμένος, έκθαμβος, αναίσθητος, κατάπληκτος, ηλίθιος, μωρός, Λατ. attonitus, σε Ξεν., Δημ.

Middle Liddell

ἐμβρόντητος, ον [from ἐμβροντάομαι
thunderstruck, stupefied, stupid, Lat. attonitus, Xen., Dem.

English (Woodhouse)

dull

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

thunderstruck

Armenian: շանթահար; Bulgarian: смаян, слисан, като ударен от гръм; French: stupéfié, abasourdi; Galician: abraiado, estantío, apampanado; English: amazed, astonished, astounded, awed, overawed, overwhelmed, speechless, stupefied, surprised; German: wie vom Donner gerührt; Greek: κεραυνόπληκτος; Ancient Greek: κεραυνοπλήξ; Latin: attonitus; Norwegian: lamslått; Old English: hlosniende; Spanish: estupefacto