ἑκάς: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἑκᾰς</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[far]] [[off]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> adv.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of [[time]]. [[εἶδον]] γὰρ ἑκὰς ἐὼν Ἀρχίλοχον (P. 2.54) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b>? of [[place]]. ματαίων δὲ[ ]ἑκὰς ἐόντων (?[[out]] of [[reach]]) (Pae. 4.35) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> prep. c. gen., [[far]] [[from]] ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ [[δικαιόπολις]] [[νᾶσος]] (met.) (P. 8.21) πάτρας ἐκὰς[ Πα. 13b. 2. μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (Pae. 14.36) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> frag. ]ῳς κὰς[ (Pae. 2.44)
|sltr=<b>ἑκᾰς</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[far]] [[off]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[adv]].<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of [[time]]. [[εἶδον]] γὰρ ἑκὰς ἐὼν Ἀρχίλοχον (P. 2.54) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b>? of [[place]]. ματαίων δὲ[ ]ἑκὰς ἐόντων (?[[out]] of [[reach]]) (Pae. 4.35) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> prep. c. gen., [[far]] [[from]] ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ [[δικαιόπολις]] [[νᾶσος]] (met.) (P. 8.21) πάτρας ἐκὰς[ Πα. 13b. 2. μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (Pae. 14.36) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>3</b> frag. ]ῳς κὰς[ (Pae. 2.44)
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:53, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκάς Medium diacritics: ἑκάς Low diacritics: εκάς Capitals: ΕΚΑΣ
Transliteration A: hekás Transliteration B: hekas Transliteration C: ekas Beta Code: e(ka/s

English (LSJ)

Adv. A afar, far off, Il.20.422, etc.; οὐχ ἑκάς που S.Ph.41; rare in Prose, Th.1.69,80 (and later, Nic.Dam.p.6D.): c. gen., far from, far away from, ἑκὰς Ἄργεος Il.9.246, etc.: freq. following its case, 13.263, Od.14.496, al.; οὐ Χαρίτων ἑκάς Pi.P.8.21, cf. E.Ph.907; ἑκὰς ἀπὸ τείχεος Il.18.256; ἀπὸ τῆς νήσου ἑκάς Hdt.3.41. 2 Comp. ἑκαστέρω farther, Od.7.321, h.Bacch.29, Alc.Supp.5.8 (ἐκ-), Hdt.6.108, E.HF1047 (lyr.), etc.: c. gen., Hdt.2.169, al.; also ἑκαστοτέρω dub. in Theoc.15.7: Sup. ἑκαστάτω = farthest, Il.10.113, Hdt.4.33: c. gen., τοὺς ἑωυτῶν ἑκὰς οἰκημένους = farthest from.., Id.1.134; τῆς Λιβύης ἑκὰς ἦλθε to the farthest point of Libya, Id.4.204, cf.9.14. II of time, ἑκὰς ἐών = afar, i.e. long after, Pi.P.2.54; οὐχ ἑκὰς χρόνου = in no long time, Hdt.8.144; οὐχ ἑκὰς A.Ag.1650. [ᾰ ; ᾱ only in Call.Ap.2, in arsi.] (Prob. from ἕ and -κάς as in ἀνδρακάς; lit. 'by himself'.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. ἐκ- Alc.36.8; βεκάς Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-, pero -ᾱ- Call.Ap.2]
• Morfología: [compar. ἑκαστέρω Od.7.321, Alc.l.c.; sup. ἑκαστάτω Il.10.113]
A adv.
I de lugar
1 lejos c. verb. de mov. o acción ἑκὰς δ' ἔπτατο Il.13.592, οὐδ' ἄρ' ἔτ' ἔτλη δηρὸν ἑκὰς στρωφᾶσθ' no aguantó más tiempo merodear lejos, Il.20.422, ἑκὰς δὲ φρυκτοῦ φῶς ... μολόν la luz de la hoguera llegando lejos ... A.A.292
c. compar. ἰέναι ἑκαστέρω Hdt.9.2
c. verb. de estado o reposo ῥίζαι γὰρ ἑκὰς εἶχον las raíces quedaban lejos para Odiseo subido al árbol de Escila Od.12.435, νῦν δ' ἤδη νηῦς ἅθ' ἑκὰς διέχω pero ahora como si fuera una nave, me encuentro ya lejos Thgn.970, ἀλκὰ δ' ἑκὰς ἀποστατεῖ la ayuda está lejos A.A.1104, ἑκὰς δ' ἀφεστώς E.HF 198, ἄνδρες, οἳ γῆν τε ἑκὰς ἔχουσι Th.1.80, cf. 8.104, τῶν ῥωγμέων ἔνιαι ἑκὰς ἐοῦσαι estando lejos (de la fractura) algunas de las heridas Hp.VC 5, ἑκὰς ἔμμεναι ἄλλον ἀπ' ἄλλου Q.S.9.545
c. or. nominal οὐχ ἑκὰς που S.Ph.41, cf. OC 1668, τοὺς Ἀθηναίους οὐχ ἑκὰς (sabemos) que los atenienses no están lejos Th.1.69, Θησεὺς οὐχ ἑκὰς οὗτος Call.SHell.288.8, ἑ., ἑκὰς ὅστις ἀλιτρός lejos, lejos el que sea criminal Call.Ap.2, οὐ γὰρ ἑκὰς AP 9.282.4 (Antip.Thess.)
modificado por un sintagma prep. ἑκὰς δ' ἀπὸ τείχεός εἰμεν Il.18.256, ὡς δὲ ἀπὸ τῆς νήσου ἑκὰς ἐγένετο Hdt.3.41, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.18
a gran distancia o extensión Ἴστρον μιν καλέοντες ἑκὰς διετεκμήραντο llamándolo Istro trazaron su recorrido a gran distancia A.R.4.284, cf. 2.285, ἑκὰς δ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ en una gran extensión se enrojece el agua en la desembocadura de un río por el barro rojo, Opp.H.5.275
reforz. c. otro adv. ἐλίασθεν πολλὸν ἑκὰς A.R.4.354
en compar. εἴ περ ... ἑκαστέρω ἔστ' Εὐβοίης aunque esté más lejos que Eubea, Od.7.321, cf. Alc.36.8, ἡμεῖς μὲν ἑκαστέρω τε οἰκέομεν Hdt.6.108, cf. h.Bacch.29, ἑκαστέρω πρόβατε apartaos más lejos E.HF 1047
sup. τῶν γὰρ νῆες ἔασιν ἑκαστάτω Il.10.113, cf. Hdt.4.33, τὺ δ' ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς tú vives cada vez más lejos Theoc.15.7.
2 separadamente, a cada uno νειμάμενος κασίεσσιν ἑκὰς περικυδέας ἀρχάς asignando a cada uno de los hermanos gloriosos reinos Nic.Th.345.
II lejos en el tiempo, mucho tiempo εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμηχανίᾳ (Ἀρχίλοχον) sé, yo que vivo mucho después de Arquíloco, que las más veces estuvo en mala situación Pi.P.2.54, τοὔργον οὐχ ἑκὰς τόδε la acción no está lejos e.d. es inmediata A.A.1650.
B en uso prep. c. régimen de gen.
1 de lugar lejos c. n. de lugar ἑκὰς Ἄργεος Il.9.246, πόλιος Il.5.791, ἄστεος Od.3.260, E.El.246, A.R.3.207, ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης Il.15.740, cf. Hes.Fr.233, 52c.35, A.R.4.131, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν ... νῆα Od.15.33, ἑκὰς Κόλχων A.R.1.84
c. n. de pers. ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων Od.6.8, ἑκὰς αὐτοῦ Hes.Sc.217
fig. personif. ref. una actividad ναίο[ν] θ' ἑκὰς ἡρωΐδος θεαρίας Pi.Fr.52o.36
frec. tras el rég. ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς lejos de los enemigos, Il.13.263, cf. Od.14.496, πάτρας ἑκὰς Pi.Fr.52n.(b).2, A.R.2.856, (νέον) εἴργω τῶνδ' ἑκὰς ὕμνων Tim.15.215, τάξεων ἑκὰς E.Heracl.673, μετεωρολόγων δ' ἑκὰς E.Fr.913.2, ἀπελθέτω νυν θεσφάτων ἐμῶν ἑκὰς que huya ahora lejos de mis predicciones E.Ph.907, cf. Pi.P.8.21, πέτρης ἑκὰς ἀίσσουσιν A.R.2.134, Θεσπιέων ἀνδρῶν ἑκὰς ὄψεαι Arat.223, cf. AP 7.39 (Antip.Thess.), τεκέων ἑκὰς ἵσταται Opp.H.1.667, νεκροῦ ἑκὰς Q.S.2.323, cf. 9.416, Nonn.D.17.390
en uso adnom. πεδίον οὐχ ἑκὰς Βαβυλῶνος Nic.Dam.4 (p.332)
en compar. τὸ τοῦ Ἀμάσιος σῆμα ἑκαστέρω μὲν ἐστι τοῦ μεγάρου Hdt.2.169 etc.
en sup. τοὺς ἑωυτῶν ἑκαστάτω οἰκημένους aquellos de ellos que viven más lejos Hdt.1.134, τῆς Λιβύης ἑκαστάτω ἦλθε fue al punto más alejado de Libia Hdt.4.204, cf. 9.14, Hp.Art.9.
2 de tiempo οὐκ ἑκὰς χρόνου en poco tiempo Hdt.8.144.
• Etimología: Quizá comp. de ἑ- < +su̯e- y *κατ (cf. κατά), ya que ἑκάς inicialmente responde a καθ' ἑαυτόν o -κας rel. ai. śata-śáḥciento por ciento’.

German (Pape)

[Seite 751] nach Apoll. adverb. p. 570, 26 attisch ἔκας,fern, entfernt; absolut, Il. 20, 422; Pind. P. 2, 54 u. a. D.; auch Thuc. 1, 80; – oft mit dem gen., ἑκὰς Ἄργεος Il. 9, 246; vollständiger ἑκὰς δ' ἀπὸ τείχεός εἰμεν 18, 256; τινός auch Pind. P. 8, 22; Eur. Phoen. 907. Bei Her. 8, 194 auch οὐχ ἑκὰς χρόνου παρέσται, in nicht ferner Zeit. – Comparat. ἑκαστέρω, ferner, Od. 7, 321; Eur. Herc. fur. 1648 u. sp. D.; auch Her. 6, 108, der es mit dem gen. vrbdt, 3, 101; weiter als Etwas, 8, 60; bei Theocr. 15, 7 ἑκαστοτέρω nach Schol., mss. ἑκαστέρω. – Superl. ἑκαστάτω, sehr fern, Il. 10, 113; Λιβύης Her. 4, 204; 9, 14; ἀπό τινος, 1, 134 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

I. adv. loin, au loin ; οὐχ ἑκάς που SOPH quelque part non loin ; ἑκὰς ἀπό τινος IL loin de qch;
II. prép. loin de, gén.;
1 avec idée de lieu, d'ord. après son rég. νηῶν ἑκάς OD loin des vaisseaux;
2 avec idée de temps, avant son rég. οὐχ ἑκὰς χρόνου HDT sans tarder.
Étymologie: pour *Ϝεκάς, *σϜεκάς, du th. σϜε-, litt. « pour soi, à part » ; cf. ἕκαστος.

Russian (Dvoretsky)

ἑκάς:
I атт. v.l. ἕκᾰς adv. далеко, вдалеке, вдали Hom., Soph., Eur., Her., Thuc.: οὐχ ἑκὰς χρόνου Her. в недалеком будущем.
II в знач. praep. cum gen. далеко (вдали) от (τινος Hom., Pind., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκάς: Ἀττ., ἕκας κατὰ τὸν Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 570, 26· (ἴδε ἕκαστος ἐν τέλ.)· Ἐπίρρ., μακράν, μακρὰν ἀπό, Λατ. procul, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· οὐχ ἑκάς που Σοφ. Φ. 41· ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, ὡς οὐχ ἑκὰς Θουκ. 1. 69, 80· μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, ἑκὰς Ἄργεος Ἰλ. Ι. 346, κτλ.· ἀλλὰ πολλάκις ἕπεται μετὰ τὴν συντακτικὴν αὐτοῦ πτῶσιν, ὡς, ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν Ἰλ. Ν. 263· λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν Ὀδ. Ξ. 496, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 8. 30, Εὐρ. Φοίν. 907· ὡσαύτως, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος Ἰλ. Σ. 256· ἀπὸ τῆς νήσου ἑκὰς Ἡρόδ. 3. 41. 2) Συγκρ., ἑκαστέρω, «πορρωτέρω» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 321, Ἡρόδ. 6. 108, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047, κτλ. - μετὰ γεν., Ἡρόδ. 2. 169, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἑκαστοτέρω Θεόκρ. 15. 7: Ὑπερθ., ἑκαστάτω, «πορρωτάτω» τινός, ὁ αὐτ. 1. 134· τῆς Λιβύης ἑκαστάτω, εἰς τὸ ἀπώτατον ἄκρον τῆς Λιβύης, ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 9. 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἑκὰς ἐών, καίπερ ὢν πολὺ μεταγενέστερος, Πινδ. Π. 2. 98· οὐχ ἑκὰς χρόνου, οὐχὶ ἐν μακρῷ χρόνῳ, Ἡρόδ. 8. 144· οὐχ ἑκὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650· ᾰ· μακρὸν δὲ μόνον ἐν Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 2, ἐν ἄρσει.

English (Autenrieth)

(ϝεκάς): adv., far, remote; freq. w. gen., far from.—Comp., ἑκαστέρω, sup. ἑκαστάτω.

English (Slater)

ἑκᾰς
   1 far off
   1 adv.
   a of time. εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν Ἀρχίλοχον (P. 2.54)
   b? of place. ματαίων δὲ[ ]ἑκὰς ἐόντων (?out of reach) (Pae. 4.35)
   2 prep. c. gen., far from ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος (met.) (P. 8.21) πάτρας ἐκὰς[ Πα. 13b. 2. μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (Pae. 14.36)
   3 frag. ]ῳς κὰς[ (Pae. 2.44)

Greek Monotonic

ἑκάς: [ᾰ], Αττ. ἕκας, επίρρ.,
I. 1. μακριά, μακριά από, Λατ. procul, σε Όμηρ., Τραγ.· οὐχ ἑκάς, σε Θουκ.· με γεν., μακριά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος, στο ίδ.
2. Συγκρ. ἑκαστέρω, μακρύτερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης ἑκαστέρω, σε Θεόκρ.· υπερθ., ἑκαστάτω, πάρα πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἑκαστάτω τινός, πάρα πολύ μακριά από..., στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, οὐχ ἑκὰς χρόνου, σε όχι μακρινό χρονικό διάστημα, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: far, far-away, local, also temporal (Il.); βεκάς (= Ϝεκ.) μακράν H.
Compounds: Comp. ἑκαστέρω, superl. ἑκαστάτω
Derivatives: ἕκα-θεν from afar (Il.; vgl. ἑκά-τερος), ἀφ-εκάς far off (Nic.).
Origin: IE [Indo-European] [882!] *su̯e-ḱm̥t-s for oneself
Etymology: Cf. ἀνδρα-κάς man for man (ν 14) from the reflexive-anaphoric , (s. v.), so prop. for oneself (IE *ḱm̥t-s?). The same distributive suffix also in Sanskrit., e. g. śata-śáḥ hundred by hundred; cf. Schwyzer 630 w. n. 4. - Unclear εκαδι (dat., Dura, hell.) name of a piece of ground, s. Cumont Rev. de phil. 48, 104.

Middle Liddell


I. far, afar, far off, Lat. procul, Hom., Trag.; οὐχ ἑκάς Thuc.:—c. gen. far from, far away from, Il.; also, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος Il.
2. comp. ἑκαστέρω, farther, Od., etc.:—c. gen., Hdt.; also ἑκαστοτέρω Theocr.:—Sup. ἑκαστάτω, farthest, Il., Hdt.; ἑκαστάτω τινός farthest from . ., Hdt.
II. of time, οὐχ ἑκὰς χρόνου in no long time, Hdt.

Frisk Etymology German

ἑκάς: {hekás}
Grammar: Adv.
Meaning: fern, entfernt, entlegen, lokal, auch temporal (vorw. poet. seit Il.); βεκάς (= ϝεκ.)· μακράν H.
Composita: Komp. ἑκαστέρω, Superl. ἑκαστάτω
Derivative: Davon ἕκαθεν von fern, aus der Ferne (poet. seit Il., späte Prosa; vgl. ἑκάτερος), ἀφεκάς entfernt (Nik.).
Etymology: Bildung wie ἀνδρακάς Mann für Mann (ν 14 u. a.) aus dem reflexiv-anaphorischen , ἑ (s. d.), also eig. für sich. Dasselbe Distributivsuffix liegt auch im Altind., z. B. śata-śáḥ hundert für hundert, zu Hunderten, vor; vgl. Schwyzer 630 m. A. 4, wo weitere Lit. — Unklar εκαδι (Dat., Dura, hell.) Ben. eines Grundstücks, s. Cumont Rev. de phil. 48, 104.
Page 1,473

English (Woodhouse)

far from, far off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)