κρόταφος: Difference between revisions
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρότᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κρότᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> преимущ. pl. висок (τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ καὶ ὠτὸς καὶ κορυφῆς καλεῖται κ. Arst.): ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν [[αἰχμή]] Hom. через другой висок (т. е. насквозь) прошло копье;<br /><b class="num">2</b> pl. [[волосы на висках]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> pl. [[верхние склоны]], [[вершина]] (sc. Καυκάσου Aesch.; Ἑλικῶνος Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 14:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A side of the forehead, Il.4.502, 20.397, Ar.Ra.854: mostly in plural, temples, Il.13.188, al., Hdt.4.187, Hp.Prog.2, etc.; πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων Theoc.15.85, cf. 11.9, IG5(1).1355 (Abia); τοὺς κ. πολιοῦνται πρῶτον Arist.GA 784b35. 2 generally, side edge, profile, Procl.Hyp.3.6; κύκλου ib.17; of a brick, PMag.Par.1.30; κατὰ κρόταφον sideways, horizontally, Hero Bel.98.2, Ph.Bel.64.25, cf. 60.7; ἐπὶ κρορόταφον on its side, ib.66.13. II metaph., slope of a mountain, A.Pr.721; ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Philiadasap.St.Byz. s.v. Θέσπεια. III back of a book, Anon. ap. Suid. IV edge or narrow side of a stele, IG42(1).109 iii 162, iv 129 (Epid.). (κόρταφος EM541.23, Et.Gud., Zonar., prob. to be read in Pl.Com.84; κότραφος PMag.Osl.1.152, etc.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 tempe;
2 p. anal. sommet de montagne.
Étymologie: apparenté avec κόρση ; cf. κάρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρόταφος -ου, ὁ [κρότος] slaap (lichaamsdeel); meestal plur. κρόταφοι slapen. uitbr. berghelling:. ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ’ αὐτῶν een rivier laat een krachtige stroom precies van de berghellingen ontspringen Aeschl. PV 721.
Russian (Dvoretsky)
κρότᾰφος: ὁ
1 преимущ. pl. висок (τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ καὶ ὠτὸς καὶ κορυφῆς καλεῖται κ. Arst.): ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή Hom. через другой висок (т. е. насквозь) прошло копье;
2 pl. волосы на висках Arst.;
3 pl. верхние склоны, вершина (sc. Καυκάσου Aesch.; Ἑλικῶνος Anth.).
English (Autenrieth)
(cf. κόρση, κάρη): temples of the head, Il. 4.502, Il. 20.397; usually pl.
English (Slater)
κρόταφος temple of the head. ]κροταφον[ Δ. 3. 8.
Greek Monolingual
ο, και κροτάφι, το (AM κρόταφος, Α και κόρταφος και κότραφος)
1. το δεξιό και αριστερό πλάγιο τμήμα του κεφαλιού από το μάτι ώς το αφτί, το μηλίγγιο (α. «του έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο και του ζήτησε τα χρήματα του ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», Ομ. Ιλ.
γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῦνται πρῶτον», Αριστοτ.)
2. η στενότερη πλευρά στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.
αρχ.
1. η πλάγια όψη προσώπου, το προφίλ
2. το πίσω μέρος του βιβλίου
3. η πλαγιά του βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», Αισχύλ.)
4. φρ. «κατὰ κρόταφον» — από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόταφος συνδέεται με τον τ. κρότος και εμφανίζει επίθημα -φος (πρβλ. κόλα-φος). Η συχνή σύνδεση της λ. με το κρότος οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «χτύπημα τών κροταφικών αρτηριών» — αυτού του είδους όμως το χτύπημα δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως ισχυρός ήχος όπως είναι ο κρότος. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό χτύπημα, ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο χτύπημα, καθώς και το σημείο του κεφαλιού που δέχεται αυτό το χτύπημα].
Greek Monotonic
κρότᾰφος: ὁ (κροτέω),
I. πλευρά μετώπου (βλ. κόρση), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. tempora, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. λέγεται για βουνό, η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κρότᾰφος: ὁ, (κροτέω) τὸ πλάγιον τοῦ μετώπου (ἴδ. ἐν λέξ. κόρση), Ἰλ. Δ. 502., Υ. 397, Ἀριστοφ. Βάτρ. 854· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ κρόταφοι, τὰ «μηλίγγια», Λατ. tempora, Ἰλ. Ν. 188, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 4. 187, Ἱππ. Προγν. 36, καὶ Ἀττ.· ― παρὰ Θεοκρ., πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, ἐπὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καὶ αὐξήσεως τῆς γενειάδος, 15. 85, πρβλ. 11. 9· καὶ ὁ Ἀριστ. παρατηρεῖ ὅτι, τοὺς κρ. πολιοῦνται πρῶτον π. Ζ. Γεν. 5. 4, 10. 3) σχῆμα κατὰ κρόταφον, ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀντίθ. τῷ κατὰ μέτωπον, κατὰ πλάτος, Ἀρχ. Μαθημ. ΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὄρους, ἡ πλευρὰ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 721· ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Ἀνθ. Π. παράρτ. 94. ΙΙΙ. τὸ ὄπισθεν μέρος βιβλίου, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., usually pl.
Meaning: temple, metaph. side, profile, steep mountain-slope (Il.). Byforms with metathesis: κόρταφος (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], EM, Et. Gud.), κότραφος (PMag. Osl. 1, 152).
Compounds: Compp., e.g. πολιο-κρόταφος with gray temples (Θ 518).
Derivatives: κροταφίς f. pointed hammer (Att. inscr., Poll., H.; on the meaning below), κροτάφιος of the temples (Gal.), κροταφίτης temple-muscel (medic.; Redard Les noms grecs en -της 101), f. pl. -ίτιδες (πληγαί Hp.). Denomin. κροταφίζω strike on the temple, box on the ear (pap.) with κροταφιστής (Gloss., H. s. κόβαλος).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Generally (e.g. Brugmann Grundr.2 2, 1, 390) derived from κρότος as "the knocking (of the veins in the temples)". Because of the meaning of κρότος the knocking which one hears, noise κρόταφος cannot refer to the beating of the veins which one sees (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), but must refers to the inner noise, we hear; s. Frisk GHÅ. 57: 4, 18 f. with a diff. hypothesis: κρόταφος prop. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (cf. κόλαφος) like rom. dial. abattin temples; so κροταφίς prop. "Schläfengerät"? Thus also Wüst Ρῆμα 1, 11 ff. - Fur. 257 connects κόρση temple; thus Forbes, Glotta 36, 258ff,
Middle Liddell
κρότᾰφος, ὁ, κροτέω
I. the side of the forehead (v. κόρσἠ, in plural the temples, Lat. tempora, Il., etc.
II. of a mountain, its side, Aesch., Anth.
Frisk Etymology German
κρόταφος: {krótaphos}
Forms: Nebenformen mit Metathese: κόρταφος (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], EM, Et. Gud.), κότραφος (PMag. Osl. 1, 152).
Grammar: m., gew. pl.
Meaning: Schläfe, übertr. Seite, Profil, steiler Berghang (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. πολιοκρόταφος mit grauen Schläfen (ep. poet. seit Θ 518).
Derivative: Davon κροταφίς f. ‘Spitz- hammer’ (att. Inschr., Poll., H.; zur Bed. unten), κροτάφιος zur Schläfe gehörig (Gal.), κροταφίτης Schläfenmuskel (Mediz.; Redard Les noms grecs en -της 101), f. pl. -ίτιδες (πληγαί Hp.). Denominativum κροταφίζω auf die Schläfe schlagen, ohrfeigen (Pap.) mit κροταφιστής (Gloss., H. s. κόβαλος).
Etymology: Allgemein (z.B. Brugmann Grundr.2 2, 1, 390) zu κρότος gezogen als "das Klopfen (der Schläfenarterie)". Wegen der Bedeutung von κρότος ‘das (hörbare) Schlagen, Getöse’ kann sich aber κρόταφος dann nicht auf das von außen her sichtbare Klopfen der Adern beziehen (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), sondern muß vielmehr auf das innere Geräusch derselben anspielen, wie es dem Hörorgan vermittelt wird; s. Frisk GHÅ. 57: 4, 18 f. mit einer abweichenden Hypothese: κρόταφος eig. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (vgl. κόλαφος) wie rom. dial. abattin Schläfe; κροταφίς somit eig. "Schläfengerät" ? Dazu mit weittragenden Folgerungen und z.T. unrichtiger Analyse Wüst Ῥῆμα 1, 11 ff.
Page 2,25-26
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τό πλάγιο μέρος τοῦ μετώπου). Ἀπό τό κροτῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κρόταλον.
German (Pape)
ὁ (von κροτέω, wegen des sichtbaren Pulsschlages), der Schlaf am Kopf; Il. 4.502, 20.397; nach Arist. H.A. 1.11 τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ, ὠτὸς καὶ κορυφῆς; gew. im plur., die Schläfen; κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν Il. 13.188 und öfter; Ar. Ran. 854; τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι φλέβας Her. 4.187; Folgde. – übertragen, der Berggipfel; ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ' αὐτῶν Aesch. Prom. 723; Ἐλικῶνος Phil. ep. (APP 94). – Der Kolben am Hammer. – Σχῆμα κατὰ κρόταφον, Figur von der Seite, im Profil, Sp.