πλαστός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> façonné, modelé (en argile, en cire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> feint, imaginé, controuvé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> façonné, modelé (en argile, en cire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> feint, imaginé, controuvé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλάσσω]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=trompeur ; truqué
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 45: Line 48:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[assumed]], [[counterfeit]], [[feigned]], [[fictitious]], [[pretended]], [[sham]], [[spurious]], [[made up]], [[not genuine]], [[palmed off]], [[supposititious]], [[trumped up]]
|woodrun=[[assumed]], [[counterfeit]], [[feigned]], [[fictitious]], [[pretended]], [[sham]], [[spurious]], [[made up]], [[not genuine]], [[palmed off]], [[supposititious]], [[trumped up]]
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=trompeur ; truqué
}}
}}

Revision as of 19:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαστός Medium diacritics: πλαστός Low diacritics: πλαστός Capitals: ΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: plastós Transliteration B: plastos Transliteration C: plastos Beta Code: plasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A formed, moulded, especially in clay or wax, γυνή Hes. Th.513; τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν Pl.Sph.219a; π. ἐκ γαίης Antiph. 52.3; π. εἰκών statue, opp. painting, Plu.Ages.2. 2 that can easily be moulded, plastic, Arist.Mete.386a27; in a thick paste, Thphr.HP9.4.10. II metaph., fabricated, forged, counterfeit, ἐκ λόγου πλαστοῦ Hdt.1.68; π. βακχεῖαι sham inspirations, E.Ba.218; π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι X.Ages.1.38; πλαστὸς πατρί a supposititious son, S.OT 780, cf. Sosith.2.4; π. ἐπιχείρημα hypothetical case, Hermog.Inv.3.11, cf. 15. Adv. -τῶς, opp. ὄντως, Pl.Sph.216c; opp. ἀληθῶς, Id.Lg.642d; opp. φύσει, ib.777d; π. ὀδυρόμενοι feignedly, Phld.Rh.1.381 S. III v. πλατός.

German (Pape)

[Seite 625] gebildet, geformt, bes. aus Thon, Wachs, Hes. Th. 513; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unächt, π λαστὸς ὡς εἴην πατρί, Soph. O. R. 780; bei Aesch. Eum. 53, ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, erkl. man gew. »dem man nicht nahen darf, unnahbar (πελαστοῖς, Elmsl. vermuthet πλατοὶς)«, Einige, »nicht künstlich Gemachtes. d. i. Natürliches, Wirkliches«; πλασταῖσι βακχείαισιν, Eur. Bacch. 218; u. in Prosa: μὴ πλαστῶς, ἀλλ' ὄντως φιλόσοφος, Plat. Soph. 216 c; Gegensatz von ἀληθῶς, Legg. I, 642; Sp., wie Plut. u. Luc. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 façonné, modelé (en argile, en cire, etc.);
2 fig. feint, imaginé, controuvé.
Étymologie: adj. verb. de πλάσσω.

French (New Testament)

trompeur ; truqué

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλαστός -ή -όν [πλάττω] gevormd, gemodelleerd; overdr. verzonnen, vals:; ἐκ λόγου πλαστοῦ op grond van een valse beschuldiging Hdt. 1.68.5; πλαστὸς πατρί onecht kind van mijn vader Soph. OT 780; adv. πλαστῶς onecht:. οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ’ ὄντως φιλόσοφοι niet de valse maar de echte filosofen Plat. Sph. 216c.

Russian (Dvoretsky)

πλαστός: [adj. verb. к πλάσσω
1 вылепленный, лепной (σκεῦος Plat.; εἰκών Plut.);
2 подложный, поддельный (γράμματα Plut.): π. πατρί Soph. не подлинный сын отца, т. е. пасынок;
3 деланный, притворный, мнимый (βακχεῖαι Eur.; φιλία Xen.; λόγοι NT);
4 вымышленный, выдуманный (λόγος Her.).

English (Strong)

from πλάσσω; moulded, i.e. (by implication) artificial or (figuratively) fictitious (false): feigned.

English (Thayer)

πλαστη, πλαστον (πλάσσω);
1. properly, moulded, formed, as from clay, wax, stone (Hesiod, Plato, Aristotle, Plutarch, others).
2. tropically, feigned: Herodotus 1,68), Euripides, Xenophon, Lucian, others).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλάσσω
1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί
2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση του γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», Ξεν.)
3. αυτός που επινοήθηκε από τη φαντασία, ανύπαρκτος, φανταστικός (α. «πλαστή ιστορία» β. «πλαστὸν ἐπιχείρημα», Ερμογ.)
νεοελλ.
1. πλασματικός, τεχνητός, φτιαχτός, φτιαγμένος
2. επίπλαστος, προσποιητός, επιτηδευμένος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει κανείς με ευκολία, εύπλαστος
2. αυτός που έχει πυκνή μάζα
3. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος
4. (για τέκνο) νόθος («καλεῖ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί», Σοφ.)
επίρρ...
πλαστώς / πλαστῶς ΝΜΑ, και πλαστά Ν
1. με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' ὄντως φιλόσοφοι», Πλάτ.)
2. με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

πλαστός: -ή, -όν (πλάσσω),
I. πλασμένος, σχηματισμένος από πηλό ή κερί, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μεταφ., κατασκευασμένος, κίβδλος, παραποιημένος, ψευδής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πλαστός, νόθος γιος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλαστός: -ή, -όν, (πλάσσω) ὁ πλασθείς, σχηματισθείς, μάλιστα ἐκ πηλοῦ ἢ κηροῦ, Ἡσ. Θεογ. 513, Πλάτ. Σοφιστ. 219Α, κτλ.· πλ. ἐκ γαίης Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 3· πλ. εἰκὼν ἄγαλμα ἐν ἀντιθέσει πρὸς ζωγραφίαν, Πλουτ. Ἀγησ. 2., 2. 215Α. ΙΙ. μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, ψευδής, ἐκ πλαστοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 68· πλ. βακχεῖαι, πλασταὶ ἐμπνεύσεις, Εὐρ. Βάκχ. 218· πλ. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 1. 38· πλαστὸς πατρί, ὑποβολιμαῖος υἱός, νόθος, Σοφ. Ο. Τ. 780· πλ. ἐπιχείρημα, πραγματεία ἐπὶ πλαστῆς ὑποθέσεως, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 132, πρβλ. 6. 558· ― Ἐπίρρ. πλαστῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄντως, Πλάτ. Σοφιστ. 216C· πρὸς τὸ ἀληθῶς, Νόμ. 642D· πρὸς τὸ φύσει, αὐτόθι 777D. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. πλατός.

Middle Liddell

πλαστός, ή, όν πλάσσω
I. formed, moulded in clay or wax, Hes., Plat., etc.
II. metaph. fabricated, forged, counterfeit, Hdt., Eur.; πλαστός a supposititious son, Soph.

Chinese

原文音譯:plastÒj 普拉士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:模成的
字義溯源:模造成的,造成的,捏造的,錯誤的;源自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 捏造的(1) 彼後2:3

English (Woodhouse)

assumed, counterfeit, feigned, fictitious, pretended, sham, spurious, made up, not genuine, palmed off, supposititious, trumped up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)