δαίομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [perf. 3<sup>a</sup> plu. [[δεδαίαται]] <i>Od</i>.1.23, part. δεδαισμένος <i>ICr</i>.4.77B.7 (Gortina V a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[dividir]], [[partir]], [[Βοηθοΐδης]] κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας <i>Od</i>.15.140, cf. 17.332, Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[analizar]] λίσπη [[γλῶσσα]] ... ῥήματα δαιομένη Ar.<i>Ra</i>.828.<br /><b class="num">2</b> [[distribuir]], [[repartir]] πήματα ... δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.<i>P</i>.3.81, en v. pas. (Αἰθίοπες) διχθὰ [[δεδαίαται]] (los etíopes) están repartidos en dos pueblos</i>, <i>Od</i>.l.c. • | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [perf. 3<sup>a</sup> plu. [[δεδαίαται]] <i>Od</i>.1.23, part. δεδαισμένος <i>ICr</i>.4.77B.7 (Gortina V a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[dividir]], [[partir]], [[Βοηθοΐδης]] κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας <i>Od</i>.15.140, cf. 17.332, Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[analizar]] λίσπη [[γλῶσσα]] ... ῥήματα δαιομένη Ar.<i>Ra</i>.828.<br /><b class="num">2</b> [[distribuir]], [[repartir]] πήματα ... δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.<i>P</i>.3.81, en v. pas. (Αἰθίοπες) διχθὰ [[δεδαίαται]] (los etíopes) están repartidos en dos pueblos</i>, <i>Od</i>.l.c. • Diccionario Micénico: <i>o-da-sa-to</i> (?). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:59, 3 December 2022
German (Pape)
[Seite 518] theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus δαΊ-ομαι, Wurzel δα; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel δαF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηθοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus δα'τσομαι, von δα'τομαι = δατέομαι, δατο'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεθ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάθρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραθέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεθρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσθαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῦρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται θεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοθι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράθομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῦ δέ μοι χθονὸς τεμένη δέδασται.
French (Bailly abrégé)
f. δάσομαι, ao. ἐδασάμην, pf. δέδασμαι;
1 diviser, partager;
2 distribuer : κρέα μνηστῆρσι OD des viandes aux prétendants;
3 avec idée de violence partager (pour soi) par la force ; arracher ; p. suite en parl. d'animaux dévorer (une proie).
Étymologie: R. Δα, diviser.
English (Slater)
δαίομαι distribute ἓν παῤἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81)
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. 3a plu. δεδαίαται Od.1.23, part. δεδαισμένος ICr.4.77B.7 (Gortina V a.C.)]
1 dividir, partir, Βοηθοΐδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας Od.15.140, cf. 17.332, Hsch.
•fig. analizar λίσπη γλῶσσα ... ῥήματα δαιομένη Ar.Ra.828.
2 distribuir, repartir πήματα ... δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81, en v. pas. (Αἰθίοπες) διχθὰ δεδαίαται (los etíopes) están repartidos en dos pueblos, Od.l.c. • Diccionario Micénico: o-da-sa-to (?).
Russian (Dvoretsky)
δαίομαι: med.-pass. к *δαίω I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαίομαι, alleen praes. en perf. med.-pass., voor aor. en fut. δαισ- zie δαίνυμι; voor aor., perf. en fut. δασ- zie δατέομαι. met acc. en dat. iets uitdelen aan iem., iem. iets toedelen:. κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι die veel vlees uitdeelde aan de vrijers Od. 17.332. met acc. verdelen; pass.:; Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται de Ethiopiërs, die in twee groepen zijn verdeeld Od. 1.23; overdr.: ἀλλά μοι... δαίεται ἦτορ maar mijn hart wordt verscheurd Od. 1.48.
δαίομαι med.-pass. van δαίω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: divide, feast (Il.)
Other forms: δαίνυμι, aor. δαῖσαι, fut. δαίσω, δαισθείς.
Derivatives: Abstracta δαίς, -τός f. portion, meal (Il.), compp. ἁβρό-, ὁμό-; δαίτη meal (Il.); δαιτύς, -ύος f. id. (X 496; Chantraine Gramm. hom. 1, 96) with δαιτυμών, -όνος m. guest (Od.); δαιτυμονεύς (Nonn.); δαῖσις division (of property) (Gortyn) with δαισάνη = πτισάνη (EM), δαίσιμον (-ιον EM) ἐδώδιμον H.; δαιθμός division, divided land (inscr.). - Nomen loci: δαιτήριον (EM). - Nomina agentis: δαιτρός divider, carver (Od.) with δαιτροσύναι pl. the arts of the carver (π 253); denomin. δαιτρεύω divide, carva (Il.) with δαιτρεία (Hdn.); Δαίτωρ als EN (Θ 275), συνδαίτωρ conviva (A.); - δαιτρόν part, portion (Δ 262); - δαίτης title of a priest (E. Fr. 472, 12), as second member in λαγο-δαίτας (A.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 193f. - Isolated δαιταλεύς banqueter (A.), cf. δαιταλάομαι banquet and δαιταλουργία (Lyk.). - An enlargement of δαίομαι is δαΐζω. On δαίμων s. v.
Origin: IE [Indo-European] [175] *deh₂-, *deh₂-i- cut, divide
Etymology: To δαίομαι (with analogical -ι-) agrees Skt. dáyate divide. Beside this diphthongical form there is monophthongical with ā- (*deh₂-) or i- (*dh₂-) vowel, e. g. dā́-ti cut off, di-tí- dividing; without vowel d-yá-ti divide, *dh₂-i̯e-; the forms go back on *d(e)h₂-(i)-. - Here also δῆμος (Dor. δᾶμος), s. v. From Germanic and Armenian the word for time, as OE tīma, ONo. tīme hour, time, PGm. *tī-man- < *dī-mon-, OHG zīt, Arm. ti old age, time, IE *dī-t(i)-. - Cf. δατέομαι, and δάπτω.
Frisk Etymology German
δαίομαι: {daíomai}
Forms: δαίνυμι, Aor. δαῖσαι, Fut. δαίσω *‘verteilen, *austeilen’, bewirten, Med. schmausen (poet. seit Il., auch Hdt.) ἐπι δαίομαι (ὅρκον h. Merc. 383).
Grammar: v.
Meaning: ‘(ver)teilen’ (Od., Pi.),
Derivative: Mehrere Verbalabstrakta: 1. δαίς, -τός f. Portion, Speise, Mahlzeit (vorw. poet. seit Il.), Kompp. ἁβρό-, ὁμό-; 2. δαίτη Mahlzeit (poet. seit Il.); 3. δαιτύς, -ύος f. ib. (X 496; nach ἐδητύς u. a., Porzig Satzinhalte 340, Chantraine Gramm. hom. 1, 96) mit δαιτυμών, -όνος m. Gast (seit Od.; zur Bildung Chantraine Formation 173); erweitert δαιτυμονεύς (Nonn., vgl. ἡγεμών : -ονεύς); 4. δαῖσις ‘Verteilung (des Eigentums)’ (Gortyn) mit δαισάνη = πτισάνη (EM; vgl. δόσις in ähnlicher Bedeutung), δαίσιμον (-ιον EM)· ἐδώδιμον H.; 5. δαιθμός Verteilung, verteiltes Land (Inschr.); Versuch einer semantischen Differenzierung der Nomina actionis bei Benveniste Noms d'agent 66f. — Nomen loci: δαιτήριον (EM). — Nomina agentis: δαιτρός Zerleger, Vorschneider (poet. seit Od.) mit δαιτροσύναι pl. die Künste des Vorschneiders (π 253, Versende; vgl. Porzig Satzinhalte 226); denominativ δαιτρεύω zerlegen, vorschneiden (ep. seit Il.) mit δαιτρεία (Hdn.); Δαίτωρ als EN (Θ 275), συνδαίτωρ conviva (A. in lyr.); — daneben δαιτρόν Anteil, Portion (Δ 262; vgl. Chantraine 331); — δαίτης als Priestertitel (E. Fr. 472, 12), als Hinterglied in λαγοδαίτας (A. in lyr.) usw., s. Fraenkel Nom. ag. 1, 193f. — Für sich steht δαιταλεύς Schmauser (A., Ar. u. a.), zunächst von einem λ-Nomen ebenso wie δαιταλάομαι schmausen und δαιταλουργία (Lyk.); weitere Vermutungen bei Boßhardt Die Nomina auf -ευς 36. — Eine Erweiterung von δαίομαι ist δαΐζω. Zu δαίμων s. bes.
Etymology : Zu δαίομαι (mit analogisch bewahrtem -ι-) stimmt aind. dáyate zerteilen, Teil haben, zerstören. Neben dieser di- phthongischen Form stehen aber monophthongische mit ā- bzw. ĭ- Vokal, z. B. dā́-ti abschneiden, di-tí- das Verteilen; außerdem noch das vokallose d-yá-ti abtrennen, teilen. Alle diese Formen können nur vereinigt werden unter Annahme einer ursprünglich langdiphthongischen Wurzel dāi-, die einerseits dā-, anderseits im Ablaut dăi- (dəi-) und dī-, letzten Endes sogar d(ə)- (zunächst aus dā- abgeschwächt) ergeben hätte. — Hierher auch δῆμος (dor. δᾶμος), s. d.; aus dem Germanischen und dem Armenischen noch einige Wörter für Zeit, wie ags. tīma, anord. tīme ‘Stunde, time’, urg. *tī-man-, idg. *dī-mon- (vgl. δαίμων), ahd. zīt, anord. tīð ‘Zeit’, wahrscheinlich = arm. ti Alter, Zeit, idg. *dī-t(i)- (vgl. δαιτ- in δαίς). — S. noch δατέομαι und δάπτω.
Page 1,341-342