θυμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymoeidis
|Transliteration C=thymoeidis
|Beta Code=qumoeidh/s
|Beta Code=qumoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[high-spirited]], <b class="b3">τὸ θ</b>. Hp.Aër.12; opp. [[ἄθυμος]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>456a</span>; opp. [[ὀργίλος]], ib.<span class="bibl">411c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[passionate]], [[hot-tempered]], opp. [[πραΰς]], ib.<span class="bibl">375c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> of horses, [[mettled]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.1.3</span>; opp. [[εὐπειθέστατος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>2.10</span>: Comp., opp. [[βλακωδέστερος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.</span>9.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Philos., <b class="b3">τὸ θ</b>. [[spirit]], [[passion]], opp. <b class="b3">τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν</b>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>440e</span>, al., cf. <span class="bibl">D.L.3.67</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Hdn.4.3.3</span>.</span>
|Definition=θυμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[high-spirited]], <b class="b3">τὸ θ.</b> Hp.Aër.12; opp. [[ἄθυμος]], Pl. ''R.''456a; opp. [[ὀργίλος]], ib.411c.<br><span class="bld">2</span> [[passionate]], [[hot-tempered]], opp. [[πραΰς]], ib.375c.<br><span class="bld">b</span> of horses, [[mettled]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.3; opp. [[εὐπειθέστατος]], Id.''Smp.''2.10: Comp., opp. [[βλακωδέστερος]], Id.''Eq.''9.1.<br><span class="bld">3</span> Philos., [[τὸ θυμοειδές]] = [[spirit]], [[passion]], opp. <b class="b3">τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν</b>, Pl. ''R.''440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. [[θυμοειδῶς]] Hdn.4.3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοειδής Medium diacritics: θυμοειδής Low diacritics: θυμοειδής Capitals: ΘΥΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thymoeidḗs Transliteration B: thymoeidēs Transliteration C: thymoeidis Beta Code: qumoeidh/s

English (LSJ)

θυμοειδές,
A high-spirited, τὸ θ. Hp.Aër.12; opp. ἄθυμος, Pl. R.456a; opp. ὀργίλος, ib.411c.
2 passionate, hot-tempered, opp. πραΰς, ib.375c.
b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1.
3 Philos., τὸ θυμοειδές = spirit, passion, opp. τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν, Pl. R.440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. θυμοειδῶς Hdn.4.3.3.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, muthig. zornig, Gegensatz ἄθυμος, Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα φύσις II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Gegensatz von εὐπειθής, Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von βλάξ, Hipp. 9, 1; καὶ εὔτολμος Hdn. 8, 1, 6; τὸ θυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 d'un caractère résolu, courageux;
2 irascible, querelleur ; en parl. de chevaux rétif, ombrageux.
Étymologie: θυμός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοειδής:
1 смелый, отважный (γυνή Plat.; θ. καὶ πολεμικός Arst.; θ. καὶ ἀνδρώδης Plut.);
2 страстный, пылкий, тж. вспыльчивый (ἡ φύσις Plat.);
3 горячий, норовистый (ἵππος Xen.);
4 строптивый, непокорный (δοῦλοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοειδής: -ές, εὔθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ ἄθυμος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α· τῷ ὀργίλος, αὐτόθι 411C· τῷ βλακώδης, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) ὁρμητικός, ὀξύθυμος, ἀντίθετον τῷ πραΰς, Πλάτ. Πολ. 375C· ἐπὶ ἵππων, δυσπειθής, ἄγριος, ἀντίθετον τῷ εὐπειθής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὅπερ εἶναι ἕδρα τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν (ὅπερ εἶναι ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3.

Greek Monolingual

-ές (Α θυμοειδής, -ές)
1. ορμητικός, ζωηρός
2. οξύθυμος
3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές
το ένα από τα τρία επίπεδα της ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό
αρχ.
1. (αντίθ. του άθυμος)
αναπτερωμένος, ενθαρρυμένος, γεμάτος θάρρος
2. (αντίθ. του οργίλος) ήρεμος
3. (αντίθ. του πραΰς) παράφορος, παθιασμένος
4. (για άλογα) άγριος, δυσήνιος.
επίρρ...
θυμοειδῶς (Α)
με θάρρος, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -ειδής].

Greek Monotonic

θῡμοειδής: -ές (εἶδος),
1. εύθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, σε Πλάτ., Ξεν.
2. ορμητικός, οξύθυμος, στο ίδ.

Middle Liddell

θῡμο-ειδής, ές εἶδος
1. high-spirited, courageous, Lat. animosus, Plat., Xen.
2. hot-tempered, restive, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=θαρραλέος, γενναιόκαρδος). Σύνθετο ἀπό τό θυμός τοῦ θύω (=ὁρμῶ) + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό θυμόω καθώς καί στό θύω (=ὁρμῶ).