inexorable: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 5: | Line 5: | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄγναμπτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδέητος]], [[ἀδιάστροφος]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἄθεστος]], [[αἰπύς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀκήλητος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀκρότομος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀλλιτάνευτος]], [[ἄλλιτος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀμάλθακτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀνεπιστρεφής]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἄνοικτος]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαράτρεπτος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσκελής]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]], [[ἀσυγχώρητος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀτενής]], [[ἀφειδής]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαξίωτος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπαράκλητος]], [[δυσπαρήγορος]], [[ | |sltx=[[ἄγναμπτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδέητος]], [[ἀδιάστροφος]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἄθεστος]], [[αἰπύς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀκήλητος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀκρότομος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀλλιτάνευτος]], [[ἄλλιτος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀμάλθακτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀνεπιστρεφής]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἄνοικτος]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαράτρεπτος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσκελής]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]], [[ἀσυγχώρητος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀτενής]], [[ἀφειδής]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαξίωτος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπαράκλητος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσκίνητος]], [[νηλής]], [[πανάθεστος]], [[σχέτλιος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 26 December 2022
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, P. and V. σχέτλιος, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος, V. νηλής, ἀνοικτίρμων (Sophocles, Fragment), δυσπαραίτητος, δυσάλγητος.
Spanish > Greek
ἄγναμπτος, ἀγνώμων, ἀδάμαστος, ἀδέητος, ἀδιάστροφος, ἀδιάφυκτος, ἀδυσώπητος, ἄθεστος, αἰπύς, ἄκαμπτος, ἀκήλητος, ἀκίχητος, ἀκρότομος, ἄλιστος, ἀλιτάνευτος, ἄλλιστος, ἀλλιτάνευτος, ἄλλιτος, ἀμάλακτος, ἀμάλθακτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάπειστος, ἀναγκαστικός, ἀνεκδυσώπητος, ἀνεπιστρεφής, ἀνοικτίρμων, ἄνοικτος, ἀνουθέτητος, ἀπαραίτητος, ἀπαράκλητος, ἀπαραμύθητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀπαράτρεπτος, ἀπαρηγόρητος, ἀπειθής, ἀπροσωπόληπτος, ἀσκελής, ἄσπονδος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσυγγνώμων, ἀσύγγνωστος, ἀσυγχώρητος, ἄτεγκτος, ἀτενής, ἀφειδής, δυσάλγητος, δυσαξίωτος, δυσκίνητος, δυσπαραίτητος, δυσπαράκλητος, δυσπαρήγορος, δυσκίνητος, νηλής, πανάθεστος, σχέτλιος